“Μα πάνω απ'ολα, είμαι η μάνα στην οποία στέρησες το παιδί της.”
Ο άντρας έσφιξε αβοήθητος τα χέρια του στα παπλώματα του σε μία προσπάθεια να πιαστεί από κάπου. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε καθαρό φόβο, απελπισμένο και αγωνιώδη που του έτρωγε σιγά-σιγά τα σωθικά σαν παράσιτο. Ποτέ του δεν είχε νιώσει έτσι στη ζωή του, κανείς άντρας ή ζώο δεν τον είχε φτάσει ποτέ σε σημείο να θέλει να πεθάνει επιτόπου, φτωχός και αβοήθητος στο κρεβάτι του.
“Είμαι η Άρχοντας των Λύκων. Τρέχω και οδηγώ ανάμεσα στις αγέλες απ'τις αρχές του Κόσμου, χιλιετίες πριν γεννηθείς εσύ και οι πρόγονοί σου.
Είμαι τα μάτια τους, η ακοή τους,η όσφρησή τους, οι σκέψεις, η ψυχή και τα ουρλιαχτά τους.
Καθοδηγώ τον κόσμο του Δάσους, τον κόσμο που ούτε καν ξέρετε οι τιποτένιοι άνθρωποι, ότι υπάρχει και λειτουργεί. Χρόνια οι Λύκοι σε έβλεπαν να εισβάλεις στο Δάσος για τα δέντρα και το νερό, για τα ελάφια και τα αγριογούρουνα.
Πριν δύο χρόνια, βλάσφημε, στράφηκες στους Λύκους. Για δυο χρόνια, φόραγες το τομάρι του Αδελφού μου σαν στολίδι του όνειδούς σου, της υποτιθέμενης τιμής σου.Και τώρα, πήρες το γιό μου.”
Το πρόσωπο της φοβερής γυναίκας παραμορφώθηκε σε ένα ακόμα πιο φριχτό χαμόγελο. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια του άνδρα.
“Πες μου, πώς ένιωσες όταν σκότωσες τα δύο κουτάβια και το αγόρι, Νίκολας; Πήρες αυτό που ήθελες, άπληστε Άνθρωπε; Έβαλες το χέρι σου σε ξένο Βασίλειο...”
«Κι εσείς!» τόλμησε να φωνάξει στην απαίσια γυναίκα ο άρχοντας, υστερικά και απελπισμένος. «Κι εσείς εισχωρήσατε στο Βασίλειό μου! Πήρατε τα άλογά μου, την ελπίδα των χωρικών και τα ζώα τους!»
ČTEŠ
Ο Άρχοντας των Λύκων
FantasyΧιλιετίες πριν, όταν η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα στις αρχές ανάπτυξής της,σε ένα βορεινό, χιονισμένο βασίλειο, ζούσε ένας Βασιλιάς με παγωμένη καρδιά, που αγαπούσε τη δόξα, τα πλούτη και τον εαυτό του. Βασιλευε μόνος, δεν επιθυμούσε κάποιον διάδοχ...