4o

1.3K 67 2
                                    

« Άννα που είσαι;; » γεμάτη ανησυχία ρωτάει η Ρένια από το τηλέφωνο.

« Ναι... Είμαι στην Σταυρούλα. Θα έρθω σε λίγο στο σπίτι. Μην ανησυχείς. » Η φωνή μου είναι έτοιμη να εξαφανιστεί. Δεν έχω όρεξη για λόγια.
Το κλείνω και πηγαίνω στην κουζίνα.
Η Σταυρούλα μαζεύει κάτι πιάτα.
Την κοιτάζω και πάω κοντά της.
Την πιάνω από τον ώμο για να γυρίσει να με κοιτάξει. Το καταφέρνω.

Μετακινώ το χέρι μου μου αργά στο μάγουλο της, την κοιτάζω στα μάτια χωρίς να μιλήσω, πλησιάζω και της δίνω ένα φιλί στο μέτωπο.

« Σε ευχαριστώ για ότι έχεις κάνει. Που με ανέχτηκες, που ήσουν εκεί για μένα. Είναι τόσα πολλά που το μόνο που ήθελες ήταν απλά να είμαστε μαζί και εγώ... Εγώ είμαι μαλάκας.... Συγγνώμη για ότι σου έχω κάνει με αποτέλεσμα να πληγωθείς... Δεν σου αξίζει. Αλλά τέλος πάντων. Να περάσεις καλά στη Θεσσαλονίκη, να σου πάνε όλα ρολόι και  σου εύχομαι ότι καλύτερο. Ότι σου αξίζει. Να προσέχεις πολύ και μια συμβουλή... Ξεχασέ με. » Χαμογελάω λυπημένα, την σφίγγω αγκαλιά μου.

« Ότι έκανα ήταν από αγάπη... Ποτέ δεν σε ανέχτηκα. Όπως είπες όμως, τέλος πάντων. Ευχαριστώ και θα προσέχω. Μακάρι να βρεις και εσύ κάποια να αγαπήσεις, θα σου κάνει καλό. Μην αφήνεις τον εαυτό σου να ξεφεύγει. Καλή συνέχεια Άννα. Σαγαπαω... » μου δίνει ένα τελευταίο φιλί και με συνοδεύει στην πόρτα.

Αυτό ήταν...

Πάω σπίτι, να ηρεμήσω.
Παίρνω το λεωφορείο και γυρίζω.
Η Ρένια κοιμάται στον καναπέ.
Δεν θέλω να την ξυπνήσω.

Μπαίνω για ένα καυτό μπάνιο.
Βάζω χαμηλά την μουσική, παίρνω ένα δύο τσιγάρα και χώνομαι μέσα στο νερό.
Κλείνω τα μάτια μου, ανάβω το τσιγάρο μου και αρχίζω το ταξίδι μου.

Αρχίζω να θυμάμαι και όλα είναι άσχημα.

Συσσωρευμένος θυμός που ξεβράζεται με βία.

Θεέ μου τι έχω κάνει...

Γιατί...;

Ξεφυσάω τον καπνό και χώνομαι κάτω από το νερό. Κάνω μερικές αργές μπουρμπυλήθρες και ύστερα από λίγο νιώθω δύο χέρια να με τραβάνε προς τα έξω.

« ΠΑΣ ΚΑΛΑ; ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; » φωνάζει η Ρένια μέσα στη μούρη μου γεμάτη τρόμο.

« Εγώ απλά.. δεν προσπαθούσα να πεθάνω... Συγγνώμη που σε τρόμαξα. Να τώρα θα βγω... » σηκώνομαι, παίρνω μια πετσέτα, τυλίγομαι και πάω στο δωμάτιο μου να ντυθώ.

Βάζω πιτζάμες και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Κλείνω τα μάτια μου, χαλαρώνω και με παίρνει ο ύπνος.

Όταν πλέον με ξύπνησε το ξυπνητήρι του τηλεφώνου, ήταν πρωί. Έπρεπε να πάω σχολή.
Σηκώνομαι, πλένομαι, ντύνομαι, ανάβω ένα τσιγάρο και πάω στη στάση.

Κάθεται μια κοπέλα.
Φοράει μαύρα.
Έχει άσπρα ακουστικά, ξεχωρίζουν ανάμεσα από τα μαύρα της μαλλιά.
Υποθέτω ακούει μέταλ.
Κουνάει αρκετά γρήγορα το κεφάλι της και το πόδι της έχει γρήγορο ρυθμό.

Το τσιγάρο μου τελειώνει, το πετάω στο δρόμο. Βάζω και εγώ ακουστικά.
Θα βάλω λίγη jazz...

Λίγα λεπτά αργότερα βλέπω την κοπέλα να με κοιτάζει και παρατηρώ ότι κουνάει τα χείλη της.

Μου μιλάει.

Δεν έχω ακούσει τίποτα.
Βγάζω τα ακουστεί.

« Συγγνώμη, δεν σε άκουσα, με ρώτησες κάτι; »

Είναι τόσο όμορφη..

« Ναι, μήπως ξέρεις σε πόση ώρα περνάει το λεωφορείο; » η φωνή της είναι βαθιά.

Κοιτάζω το ρολόι του κινητού μου.
« Σε δύο λεπτά θα περάσει. »

« Οκει ρε μαν, ευχαριστώ. » χαμογελάει καθώς τρώει τσίχλα και γυρίζει στη μουσική της όπως και εγώ στη δική μου.

Δεν μπορώ να σταματήσω να την κοιτάζω...

Έχει κάτι ξεχωριστό...

Μαύρη ΠεταλούδαWhere stories live. Discover now