1.

56 7 3
                                    

"Σήκω", άκουσα τη βραχνή φωνή του από το βάθος.
Μπορούσα να διακρίνω μόνο ελάχιστα πράγματα. Καπνοί και φωτιές που έκαναν τον ουρανό να λάμπει σαν να ήταν πεφταστέρια ήταν τα κυριότερα, καθώς και άνθρωποι και από τις δύο αναρχικές ομάδες, που έτρεχαν προς κάθε κατεύθυνση.

Άνθρωποι φοβισμένοι, χαμένοι μέσα στην καταστροφή που εμείς προκαλέσαμε. Δεν θέλαμε να πετύχουμε αυτό.
"Έχουν ξεχάσει πλέον τον πραγματικό λόγο που έπρεπε να πραγματοποιηθεί αυτή η σκηνή και κυρίως την ξεκάθαρη απόφαση μου να μη τραυμαστιστεί κανείς", σκέφτηκα κουνώντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά καθώς αμφιταλαντευόμουν για το πως πρέπει να αντιδράσω, ανασαίνοντας βαθιά πιέζοντας το σημείο που είχε μολυνθεί η πληγή.

"Δεν μπορώ", ψέλλισα απαντώντας μάλλον όχι αρκετά δυνατά, γιατί δεν έλαβα καμία απάντηση.

"Μελίσα κάνε γρήγορα, πλησιάζουν", ξανάκουσα την ανήσυχη φωνή του Άλεξ.

Ξαφνικά ένιωσα δύο χέρια να τυλίγονται γύρω απο τη μέση μου, με πολύ περισσότερη προσοχή δεδομένου του πανικού αλλα και της κατάστασης, της δικής μου αλλά και των γύρω μου, που παρόλο που δεν κατείχα επαρκώς τις αισθήσεις μου καταλάβαινα πως είναι υπερβολικά κρίσιμη.
Με σήκωσε ψηλα, ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του ενώ ένα αίσθημα ζάλης άρχισε να με κατακλύζει.

"Πώς έγινα έτσι;" , αναρωτήθηκα γρήγορα, φέρνοντας στο μυαλό μου αναμνήσεις, άλλες που έπρεπε να ξεχαστούν και άλλες που ήταν και πάντα θα ειναι οι καλύτερες στιγμές της ζωής μου.

"Θα σε αφήσω εδώ προς το παρόν, εντάξει νεράιδα;"
Η ίδια πιο ήρεμη φωνή τώρα πλέον, προσπαθούσε να με καθησυχάσει μετακινώτας με απο το κέντρο του δρόμου που βρισκόμουν μισολυπόθυμη προσπαθώντας να βοηθήσω, σε μια μάντρα λίγο πιο πέρα με κάγκελα γύρω γύρω, που μου είχε πει αρχικά να πάω αλλά δεν τα είχα καταφέρει στη κατάσταση που βρισκόμουν.

Με άφησε προσεκτικά κάτω στη σκληρή άσφαλτο και κάθισε πρόχειρα στα γόνατα του, κοιτάζοντας με, με μάτια που λάμπουν. Γύρισα κι εγώ το κεφάλι μου και τον παρατήρησα καλύτερα. Ήταν τόσο όμορφος, παρόλο που γρατζουνιές και εγκαύματα κυριαρχούσαν στο σώμα και ιδιαίτερα στο πρόσωπο του.
Όσο κι αν δυσκολευόμουν να το παραδεχτώ,τον αγαπούσα, τον αγαπούσα από πολύ καιρό πριν.

Βγαίνοντας από τις σκέψεις μου τον είδα που συνέχιζε να με εξετάζει με το βλέμμα του, αυτή τη φορά όμως, φαινόταν σκεπτικός. Μπορεί απλά να ήθελε να γελάσει με την κατάσταση μου ή να ήθελε να με κάνει να αισθανθώ έστω και για λίγο, το αίσθημα της ασφάλειας, το οποίο νιώθω ακόμα και εν αγνοία του, καθε φορά που βρίσκεται σε απόσταση λιγότερο του ενός μέτρου από εμένα.

L.I.A.R Where stories live. Discover now