Κεφάλαιο 17

49 6 0
                                    

                     Άννα

Ξύπνησα με το πρώτο χάραμα .Ο Λεωνίδας ήταν ξύπνιος. Καθόταν στην άμμο δίπλα μου και κοίταζε τον ουρανό.  Το στομάχι μου διαμαρτυρόταν και το σάλιο μου είχε στεγνώσει. Ανακαθισα.

" Γειά . Πως πάει το κεφάλι σου ; "

" Εξακολουθεί να πονάει " είπε ο Λεωνίδας.

Το πρόσωπο του είχε τα χαλιά του . Τα πρησμένα μάγουλα του είχαν γίνει μωβ, δίπλα από τις ρίζες των μαλλιών του φαινόταν ξεραμένο αίμα.

Επισκεφτήκαμε το δέντρο με τους αρτοκαρπους και ο Λεωνίδας  σκαρφάλωσε  στο δέντρο κι έριξε κάτω τέσσερις καρπούς  .  Ένιωθα αδυναμία, παραπατουσα και δυσκολευομουν να περπατήσω.

Ο χυμός είχε πιο γλυκιά γεύση  και η ψίχα δεν ήταν τόσο σκληρή. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως κατι για να μαζεύουμε νερό. Αρχίσαμε να ψάχνουμε  στην ακροθαλασσιά για άδεια κουτιά, μπουκάλια, δοχεία, οτιδήποτε θα μπορούσε να κρατήσει το νερό της βροχής.  Το μόνο που βρήκαμε ηταν κάτι συντρίμμια, πιθανώς του αεροπλάνου. Η απουσία σκουπιδιών που  παράγει ο άνθρωπος με προβλημάτισε. Που στο διάολο είμαστε; αναρωτήθηκα.

Προχωρήσαμε στην ενδοχώρα.  Τα δέντρα  έκρυβαν τον ήλιο και τα κουνούπια μας επιτέθηκαν. Κάθε τόσο τα χτυπούσα και σκουπιζα με το μπράτσο το ιδρωμένο μέτωπο μου .

Φτάνοντας σ'ένα μικρό ξέφωτο, είδαμε μια γούρνα. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε με μεγάλο λάκκο γεμάτο με θολό νερό. Η δίψα μου δυνάμωσε.

" Μπορούμε να το πιούμε, άραγε; " ρώτησα.

Ο Λεωνίδας γονάτισε και έχωσε μέσα το χέρι.  Ανακάτεψε το νερό ζαρωνοντας τη μύτη απ'την μπόχα.

" Οχι είναι λιμνασμενο . Δε θα ήταν φρόνιμο να το πιούμε ."

Έφυγα νευριασμένη πήγα ενα χιλιόμετρο πιο πέρα  και βρήκα ενα μπουκάλι νερό. Η χαρά μου ηταν μεγάλη.

" Λεωνίδα βρήκα ενα μπουκάλι νερό μπορούμε να το μοιραστούμε και οι δύο. "

" Σε ευχαριστώ πολύ Άννα αλλα δε το έχεις πιο πολύ ανάγκη εσύ; "

" Θέλω να το μοιραστούμε και οι δυο έχουμε την ίδια ανάγκη.  "

Μπαχάμες Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora