Η Ισιδώρα ξυπνησε μεσα στη νύχτα ουρλιάζοντας. Για καποια λεπτα δεν μπορούσε να αντιληφθεί που βρισκόταν. Το όνειρο ηχούσε ακομα μεσα στο μυαλό της. Το ουρλιαχτό του ανέμου, η παγωνιά, η πτώση. "Όνειρο ηταν", σκέφτηκε. "Μεχρι αυριο θα το εχω ξεχασει".
4:31. Ειχε ακομα λιγότερο απο τρεις ωρες, προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι, για το κωλοσχολειο. Το μισούσε το ρημάδι. Ένιωθε ξένη, οπως και πάντοτε άλλωστε. Τα πρόσωπα των μαθητών με τα προσποιητά χαμόγελα, την έφερναν αναγούλα. Το ίδιο και τα ξινισμένα μούτρα των καθηγητων.
Είχε την εντύπωση πως ολοι την μισούσαν. Και με το δίκιο της μαλιστα. Μολις έμπαινε στην ταξη, ολοι άρχιζαν να ψιθυρίζουν μεταξυ τους και κανεις δεν ειχε το χρονο να της πει μια λέξη. Ηταν αόρατη για πολλούς. Τοσο αόρατη που πολλες φορες άκουγε ακομα και τους ίδιους της τους καθηγητές να απορούν για το ποιο πρόσωπο αντιστοιχεί στο ονομα της.
Αυτες οι σκέψεις της έφεραν δάκρυα. Είχε κουραστεί να κλαίει, να ειναι λυπημένη, να εχει αμφιβολίες για τον εαυτό της. Δεν άντεχε αλλο, κάτι επρεπε να κανει.
Προσπαθησε να ξανα κοιμηθεί αλλα η θλίψη της δεν την άφηνε. Σηκώθηκε, άνοιξε το κομοδίνο της και ύστερα απο λιγο, εντόπισε το κουτί με τα χαπάκια. "Για τα δύσκολα βραδια", της ειχε πει ο Σωτήρης. Χωρις να διστάσει εβγαλε το καπάκι, πηρε μια χούφτα απο τα μικρά άσπρα μπιλακια και τα τοποθέτησε στο στόμα της. Συντομα, ένιωσε τα βλέφαρα της να βαραίνουν και προτού να τα καταλαβει ειχε βυθιστεί σε εναν βαθύ, χωρις ονειρα υπνο.