Το τηλέφωνο χτύπησε. Η μουσική έντυσε το δωμάτιο με χρώματα και ένα χαμόγελο απλώθηκε στο προσωπό της. Το δάκτυλο της σύρθηκε πάνω στην λεία οθόνη του κινητού της και ύστερα από ένα δευτερόλεπτο πάτησε το πράσινο κουμπί. Μια οικεία φωνή ακούστηκε κι το χαμογελό της μεγάλωσε.
"Καλώς μου το" είπε κρατώντας την ανάσα της.
"Νόμιζα ότι θα το άφηνες να χτυπάει για πάντα." ήρθε η απάντηση. Τοποθέτησε το χέρι της πάνω στην καρδιά της παρακαλώντας να μην ακούγονταν οι χτύποι της από το ακουστικό.
"Κι εμένα μου έλειψες" του είπε και τα μάγουλά της φλογίστηκαν.
"Θα σε δώ αύριο έτσι;" της είπε και ένιωσε να σταματά η καρδιά της. Προσπάθησε να ρυθμίσει την αναπνοή της. Δεν έπρεπε να δείξει οτι τον ποθούσε. Ήταν ένας ακατάπατος όρκος.
"Στάσου είσαι εδώ;" του είπε προσποιούμενη την αδιάφορη.
"Ναι" έκανε μια παύση και η Σκάι διαισθάνθηκε το χαμογελό του. "Κι επειδή φαντάζομαι θα το έβρισκες ενδιαφέρον, σκοπεύω να μείνω μέχρι την Τρίτη."
Πήρε βαθιά ανάσα και απάντησε.
"Ενδιαφέρον; Χμμ." είπε και ένιωσε την παιχνιδιάρικη διάθεση στην ατμόσφαιρα.
"Θα σε δώ αύριο, στο παρκάκι" της είπε.
"Αύριο." είπε εκείνη και έκλεισε το τηλέφωνο μ'ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.Ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας την σιωπή. Σηκώθηκε και με αργές ευλαβικές κινήσεις άνοιξε το παράθυρο του δωματίου της. Απέναντι ήταν το σπίτι της κολλητής της Ρούθ. Κατέβηκε κλείνωντας αθόρυβα το παράθυρο πίσω της. Έλεγξε την ώρα στο ρολόι της. Δώδεκα παρά τέταρτο. Ώραια σκέφτηκε κι πέταξε ένα πετραδάκι στο παράθυρο. Μετά από ένα λεπτό, το παράθυρο άνοιξε και μία ξεμαλλιασμένη Ρούθ εμφανίστηκε. Της έκανε νόημα να μπεί μέσα.
"Τι συνέβη;" την ρώτησε κοιτάζοντας την μέσα στα μάτια, όπως έκανε πάντα όταν ήξερε ότι της έκρυβε κάτι. Τα έντονα σκούρα μπλέ μάτια της, την περιεργαζονταν από πανώ μέχρι κάτω.
Η Σκάι πήρε μια βαθιά ανάσα και της είπε τα γεγονότα. Άρχισε να σκέφτεται για το τι θα βάλει, όταν άκουσε τη φωνή της Ρούθ.
"Ο Ντέιβ έρχεται να σε δει;" της είπε.
"Βασικά είναι ήδη εδώ, θα βρεθούμε αύριο" είπε και κοίταξε εξεταστικά την Ρούθ.
Η κολλητή της άνοιξε την ντουλάπα λέγοντας "τότε έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας".Έπρεπε να αδειάσει το μυαλό της από όλα, είχε να δει τον Ντέιβ πάνω από ένα χρόνο. Πόσο μάλλον να του μιλήσει, αλλά ο πόθος που της προκαλούσε παρέμενε ο ίδιος.
Η ώρα ήταν έξι το πρωί. Σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Στάθηκε στον καθρέπτη για να δέσει τα μακριά μαλλιά της σε αλογοουρά. Παρατήρησε τον εαυτό της. Τα σκούρα γκρί μάτια της φαινόντουσαν πιο έντονα και τα μελί πυκνά μαλλιά της λάμπαν στο λιγοστό φώς που έμπαινε απο τις γρίλιες του παντζουριού της. Παρατήρησε το γυμνασμένο σώμα της μέσα από το μάυρο μπουστάκι και την γκρι φόρμα της. Βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε ώσπου δεν μπορούσε να ανασάνει άλλο.
YOU ARE READING
Ματωμένη Καταιγίδα.
FantasyΗ Σκάι Μπρούσκ είχε μια απόλυτα φυσιολογική, εφηβική ζωή ώσπου..