Ξύπνησα σ'ένα άγνωστο κρεβάτι. Ανασηκώθηκα κι άνοιξα το κινητό μου. Ξαφνικά τα θυμήθηκα όλα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και πήγα να σηκωθώ. Σήκωσα το βλέμμα και τον είδα να στέκεται στο κατώφλι. Το χαμογελαστό προσωπό του, με το χωρίς μπλούζα μαυρισμένο και γυμνασμένο σώμα του μου έφερε ζάλη.
"Μάθιου" είπα μπερδεμένη. Εκείνος με κοίταξε με ανησυχία και πλησίασε.
"Τι, τι συμβαίνει;" ρώτησα. Έκατσε δίπλα μου και με τράβηξε πάνω του.
"Σσσς. Όλα καλά. Όλα καλά." μου ψιθύρησε χαιδεύοντας τα μαλλιά μου. Έπιασα τον καρπό του. Δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα. Χθές είδα το αίμα να κυλάει από την πλήγη κι τώρα τίποτα. Τον κοίταξα.
"Εγώ το έκανα αυτό έτσι; Πώς; Πώς Μάθιου;" τον ρώτησα. Ένιωσα τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα που απεύφευγα.
"Όλα θα εξηγηθούν σε μία εβδομάδα. Κάνε υπομονή, κι για να μην αγχώνεσαι θα είμαι κι εγώ μαζί σου." μου είπε σφίγγοντας το χέρι μου. Ανασηκώθηκα και τον περιεργάστηκα.
"Τι εννοείς; Σε δέχτηκαν στη σχολή;" τον ρώτησα. Εκείνος γέλασε σιγανά.
"Βασικά είμαι δευτεροετής εκεί, αλλά ναι" είπε με ένα χαμόγελο.
"Αυτό σημαίνει οτί μπορείς να θεραπεύεις κι εσύ;" τον ρώτησα περισσότερο μπερδεμένη από ποτέ.
"Όχι, ο κάθενας έχει διαφορετικό χάρισμα." είπε εκείνος.
"Χάρισμα;" τον ρώτησα.
"Ναι, εσύ είσαι θεραπεύτρια ενώ εγώ μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις τών άλλων." μου απάντησε.
Έμεινα να τον κοιτάζω. Οι λέξεις είχαν στερέψει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Σηκώθηκε κι στάθηκε στην πόρτα.
"Έρχεσαι;" με ρώτησε.
"Πού πάλι;" τον ρώτησα προσπαθώντας να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα.
"Όσο κι αν απολαμβάνω να σε έχω στο κρεβάτι μου, έχουμε ένα πρωινό τρέξιμο να κάνουμε." μου απάντησε.
Ένιωσα τα μαγουλά μου να καίνε. Έγνεψα καταφατικά κι σηκώθηκα.
"Μάθιου" είπα. Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην πόρτα. Η γκρι φόρμα τον έκανε να δείχνει ακόμα πιο γοητευτικό. Το βλέμμα του χαμήλωσε στα πόδια μου. Συνειδητοποίησα ότι φορούσα μονάχα την μπλούζα του κι το εσωρουχό μου. Σήκωσε αργά το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Χώρις να αποστρέψει το βλέμμα του, μου πέταξε μια σακούλα με πλυμένα δικά μου ρούχα.
"Χθές βράδυ αφού ήρθες σπίτι μου ζήτησες να κάνεις μπάνιο. Σε άκουσα να κλαίς και μπήκα. Είδα τα ρούχα σου κάτω οπότε τα έπλυνα κι σου άφησα μια μπλούζα μου." μου είπε σοβαρός.
"Οπότε, ε δεν έγινε τίποτα χθές βράδυ έτσι;" τον ρώτησα χαμηλώνοντας το βλέμμα. Με πλησίασε κι ανασήκωσε το πιγούνι μου. Τα μάτια του ιρίδιζαν. Ήταν πράσινα με χρυσαφένιες ιριδίζουσες αντάυγειες. Το πρόσωπο του πλησίασε το δικό μου κι ένιωσα άσχημα για το πώς έδειχνα σε σχέση με αυτόν αφού είχα μόλις ξυπνήσει.
"Μήν υποτιμάς τον εαυτό σου Σκάι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα ήθελα να σου κάνω χθές βράδυ. Το να σε έχω εδώ, δίπλα μου και να μην μπορώ να σε αγγίζω ήταν ότι πιο δύσκολο έχω κάνει." μου είπε και η φωνή του βάθυνε. Τον κοίταξα στα μάτια και ένιωσα να κοκκινίζω.
"Και τώρα;" του είπα κοιτάζοντας κάτω.
Έπιασε το προσωπό μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω. Το πρόσωπο του πλησίασε το δικό μου σε απόσταση αναπνοής. Τα χείλη μου μισάνοιξαν. Εκείνος ζωγράφισε το περίγραμμα των χειλιών μου με τα δακτυλά του. Ένιωσα να μυρμυγκιάζω.
"Όχι, Σκάι. Δεν πρόκειται να σε φιλήσω τώρα. Θέλω να με γνωρίσεις. Και τον καλό κι τον κακό εαυτό μου. Δεν θέλω να σου κρύψω τίποτα. Για αυτό θέλω να περιμένουμε. Γιατί θέλω να με ερωτευτείς όπως κι εγώ εσένα." μου απάντησε και το χέρι του χάιδεψε το μαγουλό μου. Το βλέμμα του ταξίδεψε σε όλο μου το πρόσωπο αφηνοντάς με άπραγη στο άγγιγμα του. Απομακρύνθηκε και χαμογέλασε.
"Σήκω τώρα, θα σε περιμένω κάτω." είπε και εξαφανίστηκε.
Έπεσα πίσω αφήνοντας την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα ελεύθερη. Η εικόνα του Ντέιβ ήρθε στο μυαλό μου αλλά αυτή την φορά χαμογέλασα και έπαψα να πονάω.
Ντύθηκα γρήγορα κι κατέβηκα τις σκάλες.
Το σπίτι του ήταν ευρύχωρο, φωτεινό. Οι τοίχοι γεμάτοι με πίνακες και φωτογραφίες. Ο Μάθιου με περίμενε στην πόρτα.
"Πάμε;" είπε και ένιωσα την μαγεία των προηγούμενων λεπτών να εξαφανίζεται.
Σταμάτησε και με κοίταξε σαστισμένος. Έπλεξε το χέρι του με το δικό μου και με κοίταξε. Του χαμογέλασα και ξεκινήσαμε να τρέχουμε. Από μικρή με θυμάμαι να τρέχω μόνη μου, πάντα μου άρεσε αυτό το αίσθημα ελευθερίας που πρόσφερε. Αλλά αυτή τη φορά ήθελα τον Μάθιου δίπλα μου. Ήθελα να καταλάβω τι γίνεται. Φτάσαμε έξω από το σπίτι μου. Γύρισα και τον κοίταξα με μάτια άδεια. Μου ένεψε να προχωρήσω. Ήξερα τι σκεφτόταν. Θα περίμενε εδώ όση ώρα χρειαζόταν. Τον κοίταξα μια τελευταία φορά προσπαθώντας να απορροφήσω όσο περισσότερα γινόταν από αυτόν. Ανέβηκα το σκαλιά κι άνοιξα την πόρτα. Μπήκα μέσα αθόρυβα κι είδα τη μητέρα μου στην κουζίνα. Μπροστά της είχε μία αχνιστή κούπα καφέ κι δίπλα της ένα ποτήρι νερό συνοδευόμενο, μα τι ήταν αυτό; Ηρεμιστικά; Πήγα να φωνάξω αλλά άκουσα τη σιγανή φωνή του Μάθιου στο κεφάλι μου να μου λέει Όλα καλά. Χτύπησα απαλά την πόρτα κι με ένα αχανές βλέμμα γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της υγράθηκαν. Ένιωσα την καρδιά μου να σπάει. Πήγα και την αγκάλιασα. Έκλαιγε με λυγμούς στον ώμο μου λεγοντάς μου ξανά και ξανά οτι δεν ήθελε να με απογοητεύσει. Την κοίταξα σταθερά στα μάτια και άρπαξα το κουτί με τα ηρεμιστικά. Χαμογέλασε αχνά.
"Πόσα έχεις πάρει;"
"Ένα, δύο από χθές που..που" η φωνή της έσπασε. Ένα δάκρυ κύλησε στο μαγουλό μου αλλά το άφησα.
"Θα πάω" δήλωσα. "Θα πάω σε εκείνο το σχολείο, αρκεί να μην σε ξαναδώ έτσι."
Γελάγαμε, κλαίγαμε. Θυμήθηκα τον Μάθιου. Σε ευχαριστώ σκέφτηκα από μέσα μου και ευχήθηκα να μπορούσε να το ακούσει.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Ματωμένη Καταιγίδα.
FantasiaΗ Σκάι Μπρούσκ είχε μια απόλυτα φυσιολογική, εφηβική ζωή ώσπου..