Οι σκιές - αλήθειες του λιμανιού

48 0 0
                                    

Ήμουν μόλις 4 , απ' ότι θυμάμαι δεν είχα αδέρφια αλλά ήμασταν μία πολύ ευτυχισμένη οικογένεια, μακάρι όμως η ανεμελιά και η ευτυχία μας αυτή να διαρκούσε για πάντα.. Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι βάφτηκε κόκκινο σαν τον λεκε που αφήνει το κρασί στα ρούχα , σαν το χρώμα του αίματος που κυλάει στις φλέβες ...
Απ'ότι μπορώ να θυμηθώ ήταν η μέρα των γενεθλίων του πατέρα, οπότε αποφασίσαμε να βγούμε έξω προς το παλιό λιμάνι. Ήταν η πρώτη μου νυχτερινή έξοδος.Ολα έμοιαζαν υπέροχα, αν και νύχτα , το λιμάνι έλαμπε από ζωντάνια.Ανθρωποι γελούσαν και περπατούσαν ανέμελοι στα στενά δρομάκια του λιμανιού ενώ άλλοι γευματιζαν χαλαρά μέσα σε εστιατόρια που υπήρχαν εκεί . Εμείς μέσα στο τόσο κόσμο αποφασίσαμε να καθίσουμε σε ένα παλιά, φθαρμένα παγκάκια που διέθετε το λιμάνι και να μαζέψουμε την θέα. Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, για ένα λεπτό κοίταξα το επιβλητικό φεγγάρι να στέκει παθητικά. Ήταν πολύ όμορφο.Οσπου όλα άλλαξαν σε δευτερόλεπτα. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι, πολλές γυναίκες τσιριζαν κρατώντας σφιχτά τα παιδιά τους ενώ μια παρέα νεαρών κοριτσιών κάλυπταν το κεφάλι τους με τα χέρια τους ενώ έτρεχαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις φωνάζοντας δυνατά την λέξη πυροβολισμός. Καθώς παρατηρούσα την πρωτόγνωρη για εμένα κατάσταση γύρω μου , γύρισα προς το μέρος των γονιών μου, αλλά πλέον δεν ήταν δίπλα μου. Εμένα ακίνητος για λίγα δεύτερα και έπειτα άρχισα να φωνάζω απεγνωσμένα τα ονόματα τους αλλά μέσα σε όλη την τρομερή φασαρία δεν πήρα απάντηση. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δέκα μαυροφορεμένοι άντρες που κρατούσαν κάτι μεγάλα μαύρα γυαλιστερά αντικείμενα. Παντού ήχησαν δυνατοί θόρυβοι και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου άνθρωποι καλύπτονταν με ένα κόκκινο υγρό και έπεφταν κάτω ακίνητοι. Το αίμα όπως έμαθα αργότερα είχε πλημμυρίσει τα σοκάκια του λιμανιού και εγώ να παρακολουθώ την όλη κατάσταση με δέος. Ξαφνικά βλέπω την μαμά και τον μπαμπά να πέφτουν και εκείνοι κάτω στα βρόμικα αιματινα σοκάκια πάνω σε ανθρώπους και να μένουν ακίνητοι.Το λιμάνι είχε γεμίσει με ακίνητους ανθρώπους δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί πλέον εκτός από εμένα και τους μαυροφορεμενους γίγαντες. Έτρεξα προς το μέρος των γονιών μου χωρίς να με νοιάζει αν θα με δουν αυτοί οι άνθρωποι- σκιές και άρχισα να τους σκουνταω . Ήθελα να να γυρίσω πίσω στο σπίτι να χωθώ κάτω από τα ζεστά μου παπλώματα. Τους έλεγα να ξυπνήσουν αλλά εκείνοι έμειναν ακίνητοι.Τοτε κατάλαβα πως ίσως να μην μου απαντούσαν ποτέ ξανά. Πως ίσως δεν θα ξυπνούσαν ποτέ ξανά. Η μεταλλική μυρωδιά του αίματος είχε εισχωρήσει στα ρουθούνια μου ενώ το κόκκινο άρχισε να με τρομοκρατεί.Κοιταξα προς το φεγγάρι, το φως που εξέπεμπε δεν ήταν πλέον χλωμό αλλά κοκκίνιζε.Ενιωσα την καρδιά μου να σκίζεται στα δύο και άρχισα να φωνάζω προς αυτό λες και θα μου έδινε κάποια απάντηση . Αλλά με κοιτούσε με ένα κενό βλέμμα. Ένας μεγαλόσωμος άντρας από τους μαυροφορεμενους με πλησίασε...
¤¤¤¤¤
******

Ένας μεγαλόσωμος από τους μαυροφορεμένους με πλησίασε , έσκυψε στο ύψος μου, με κοίταξε κατάματα, τά μάτια του αστραψαν γρήγορα και με την μεγάλη του παλάμη σήκωσε ελαφρά το πηγούνι μου για να με κοιτάξει καλύτερα.Εκει που περίμενα να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος και να γεμίσω με αίματα, το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα τρανταχτό γέλιο να καλύπτει τον παραμικρό θόρυβο του πλέον άψυχου λιμανιού . Όσο περίεργο και να ακούγεται μετά από το παράλογο γέλιο του σχειζοφρενη , μάζεψα όσο θάρρος αντλούσε ακόμα η ψυχή μου και φώναξα δυνατά " Διαολε, μείνε μακριά μου !!!"

Άρχισα να ζαλίζομαι και να νιώθω τα πάντα γύρω μου αποπνικτικά και ογκώδη. Η ανάσα έγινε πιο γρήγορη ενώ δυσφορία είχε κατακλύσει όλο μου το σώμα.Ενιωθα πως ανά πάσα στιγμή θα ήμουν έτοιμος να εκραγω ενώ η θερμοκρασία του σώματος μου είχε ανεβεί απότομα.Ξαφνικα τα πάντα γύρω μου άρχισαν να σβήνουν με τελευταία μου εικόνα τα δύο γκρι γυαλιστερά μάτια του γονάτισε μενού άντρα , έπεσα κάτω λυποθυμος

Ο ιστός της αράχνης σκίστηκε στα  δύο....Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ