Part 1

110 15 5
                                    


Η Βικτώρια περπατούσε μέσα στα έρημα δωμάτια του εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Αν και ήταν καιρό ακατοίκητο, όλα ήταν τακτοποιημένα με ένα περίεργο, αλλόκοτο τρόπο. Οι τοίχοι, καλύπτονταν από άδεια ράφια που έφταναν μέχρι το ταβάνι, το οποίο διακοσμούσαν πολύχρωμα, γεωμετρικά σχήματα. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με λουστραρισμένες, ξύλινες σανίδες. Ίχνος σκόνης δεν υπήρχε. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη. Ένιωθε πως αν αυτή τη στιγμή έπεφτε μια καρφίτσα, εκείνη θα μπορούσε να ακούσει τον ήχο που έκανε καθώς ακουμπούσε στο πάτωμα. Κοίταξε γύρω της. Απέναντι, στο άνοιγμα της πόρτας, στεκόταν ένας γέρος με μπαστούνι και την κοιτούσε. Τον πλησίασε χωρίς να ξέρει το γιατί.

«Τι είναι εδώ;», τον ρώτησε.

«Εδώ είναι το μέρος όπου βρίσκονται τα χαμένα παιδιά», της απάντησε απλά. «Αν προσπαθήσεις να αφουγκραστείς, θα ακούσεις τις φωνές και τα παιδικά τους γέλια. Αν κλείσεις τα μάτια, θα τα νιώσεις να τρέχουν δίπλα σου. Κι αν αδειάσεις το μυαλό σου, θα αισθανθείς τον πόνο τους και θα μάθεις γιατί οδηγήθηκαν εδώ. Θα σου εξηγήσουν τους λόγους που έχασαν το δρόμο τους πηγαίνοντας προς την αθανασία».

«Κι εγώ;», τον ρώτησε τότε. «Εγώ γιατί βρίσκομαι εδώ;»

«Εσύ βρίσκεσαι εδώ, γιατί κάτι έχεις χάσει. Και πρέπει να το βρεις γρήγορα», της είπε κοφτά.

Την επόμενη στιγμή, ένιωσε ένα παγωμένο άγγιγμα στον ώμο και ξύπνησε καταϊδρωμένη στο κρεβάτι της. Ανασηκώθηκε απότομα και είδε ότι αυτό που την είχε ακουμπήσει, ήταν το χέρι του Τζέρεμυ. Ήταν όμως ζεστό και όχι κρύο όπως στο όνειρό της. Εκείνος την κοιτούσε ανήσυχος.

«Είσαι καλά;», την ρώτησε.

Εκείνη έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της.

«Δεν ξέρω», μουρμούρησε με υπόκωφη φωνή. «Από τότε που... από τότε που μετακομίσαμε», συνέχισε και σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τον στα μάτια, «αυτό το κτίριο δεν λέει να βγει από το μυαλό μου. Κάθε φορά που περνάω από εκείνο το δρόμο νιώθω περίεργα. Σαν να υπάρχει κάτι που με σπρώχνει κοντά του».

«Βικτώρια», έκανε εκείνος και την αγκάλιασε, «τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Μέσα σε εκείνο το κτίριο, πέθανε η αδερφή σου. Και όχι μόνο αυτή. Εκείνη η φονική πυρκαγιά, σκότωσε όλα τα κορίτσια που βρίσκονταν μέσα στο ορφανοτροφείο θηλέων. Είναι απόλυτα λογικό να σε επηρεάζει κάθε φορά που το βλέπεις».

«Το ξέρω. Από τη στιγμή όμως που είδα ότι το ανακαίνισαν εγώ...»

«Κοίτα», άρχισε εκείνος σοβαρά και την έσπρωξε απαλά από κοντά του, «ήρθαμε εδώ με την ελπίδα να κάνουμε μια καινούρια αρχή σε μια πιο μικρή πόλη﮲ την πόλη που μεγαλώσαμε και οι δύο. Αν όμως δεν μπορείς τότε...»

«Όχι!», είπε αμέσως εκείνη και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Όχι μπορώ!»

«Χαίρομαι», της απάντησε ο Τζέρεμυ και τη φίλησε.

Τα Χαμένα ΠαιδιάWhere stories live. Discover now