Το επόμενο βράδυ, στεκόταν απέναντι από το νεοκλασικό κτίριο και το κοιτούσε μαγεμένη. Ο ξεραμένος πλέον φοίνικας που υψωνόταν δίπλα του, και οι πράσινοι με ροζ τοίχοι του, το έκαναν να μοιάζει με ένα αλλόκοτο κουκλόσπιτο﮲ ένα κουκλόσπιτο που δεν είχε καμία σχέση με τα παιχνίδια που είχαμε όταν ήμασταν μικροί. Ένιωθε «κάτι» περίεργο να την ελκύει κοντά του. Το δροσερό, καλοκαιρινό αεράκι που της χάιδευε το πρόσωπο, έμοιαζε με ψίθυρο﮲ έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο που μόνο εκείνη μπορούσε να αντιληφθεί.
«Βικτώρια...», άκουσε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα
Κοίταξε γύρω της, αλλά το δρομάκι ήταν έρημο.
«Βικτώρια...», ακούστηκε πάλι αχνά, κι αμέσως μετά φωνές﮲ πολλές παιδικές φωνές που γελούσαν﮲ γελούσαν και ηχούσαν μέσα στο μυαλό της. Έμοιαζε λες και βρισκόταν μέσα σε ένα τούνελ και ο αντίλαλός τους χτυπούσε στους τοίχους του κι επέστρεφε πολλαπλάσιος στα αυτιά της.
«Βικτώρια!», άκουσε τη δυνατή φωνή της Μάργκαρετ που είχε έρθει δίπλα της.
Εκείνη αναπήδησε.
«Δεν με ακούς τόση ώρα που σου μιλάω;», έκανε ενοχλημένη κρατώντας δυο χάρτινα κύπελλα με ζεστό καφέ.
«Συγγνώμη ήμουν αφηρημένη», απολογήθηκε και πήρε το ένα ποτήρι χωρίς ωστόσο να κουνηθεί από τη θέση της.
«Θα έρθεις;», τη ρώτησε η φίλη της που είχε ξεκινήσει να προχωράει.
«Ξέρεις κάτι Μάγκι», άρχισε τότε εκείνη κοιτώντας ακόμα το κτίριο, «δεν αισθάνομαι καλά... Λέω να γυρίσω σπίτι...»
Η φίλη της την πλησίασε, κι εκείνη τράβηξε απρόθυμα το βλέμμα της από το νεοκλασικό.
«Σίγουρα δεν έχει να κάνει με αυτό το κτίριο;», τη ρώτησε συνοφρυωμένη.
«Ναι», έκανε χαμογελώντας βεβιασμένα. «Με έπιασε ένας ξαφνικός πονοκέφαλος, αυτό είναι όλο».
«Εντάξει τότε».
Οι δυο φίλες χωρίστηκαν και ακολούθησαν η κάθε μια αντίθετη κατεύθυνση. Η Βικτώρια προχώρησε μέχρι το τέρμα του δρόμου με αργά βήματα κι έστριψε στη γωνία. Λίγα λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλλε και κοίταξε προς το μέρος που είχε απομακρυνθεί η Μάργκαρετ. Δεν φαινόταν πουθενά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χωρίς να το πολυσκεφτεί, διέσχισε σχεδόν τρέχοντας το δρόμο. Στάθηκε έξω από τη βαριά καγκελόπορτα. Τα μυτερά, σιδερένια κάγκελα, έμοιαζαν με λόγχες, έτοιμες να διαπεράσουν όποιον έκανε το λάθος να τα αγγίξει. Πίσω τους το παλιό ορφανοτροφείο, υψωνόταν αγέρωχο μπροστά της. Το φως από τα φανάρια του δρόμου, δημιουργούσε απόκοσμες σκιές στους τοίχους του﮲ σκιές που έμοιαζαν με χέρια ακίνητα, που περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αρπάξουν οποιονδήποτε βρισκόταν μπροστά τους. Σήκωσε το βλέμμα της και παρατήρησε τους πυργίσκους που υψώνονταν στον ουρανό. Έμοιαζαν με γίγαντες, κι εκείνη με ένα νάνο που ικέτευε τη μεγαλοψυχία τους. Κοίταξε τα πολυάριθμα παράθυρα﮲ εκείνα μέσα από τα οποία τα ορφανά κορίτσια κοιτούσαν τους περαστικούς στο δρόμο και ονειρεύονταν τη δική τους οικογένεια. Θυμήθηκε όλες τις φορές που περνούσαν από εκεί με τη μικρή αδερφή της, πιασμένες χέρι-χέρι και τα χαιρετούσαν. Έγιναν γρήγορα φίλοι μαζί τους και να τα επισκέπτονταν καθημερινά. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε πως ένα ζευγάρι, που είχε έρθει να διαλέξει κάποιο παιδί, είχε περάσει και την ίδια για ορφανή και είχε ζητήσει να την υιοθετήσει.
Και μετά... μετά γνώρισε τον Τζέρεμυ. Και ήταν συνέχεια μαζί του, ξεχνώντας τις παλιές της φίλες. Μόνο η αδερφή της, συνέχιζε να τις επισκέπτεται καθημερινά. Και μετά... μετά ήρθε η φωτιά... και τότε... τότε τελείωσαν όλα...
Στήλωσε το βλέμμα της στην αυλή. Είδε δυο κορίτσια να στέκονται δίπλα στον ξερό φοίνικα και να της κουνούν το χέρι: ήταν η ίδια, και η Σάρα, η μικρότερη αδερφή της. Και τότε όσο απότομα εμφανίστηκαν τόσο απότομα ξεθώριασαν οι μορφές τους και βούλιαξαν στο παρελθόν.
Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να φυλακίσει τα δάκρυα που ετοιμάζονταν να τρέξουν και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα παιδικά γέλια άρχισαν να ηχούν και πάλι στο μυαλό της. Αυτή τη φορά όμως, ήταν εκκωφαντικά. Μόλις άνοιξε τα μάτια οι φωνές σώπασαν. Εκείνη κοίταξε το κτίριο και της φάνηκε ότι είδε «κάτι» να σαλεύει στο παράθυρο του πρώτου ορόφου. Η αίσθηση αυτή κράτησε μόνο για ένα δευτερόλεπτο, αφού αμέσως μετά ότι κι αν ήταν αυτό, είχε εξαφανιστεί. Τη στιγμή που προσπαθούσε να καταλάβει αν ότι είδε ήταν ένα παιχνίδι της αντανάκλασης των φώτων του δρόμου ή όχι, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο της. Τσίριξε και γύρισε απότομα.
«Τζέρεμυ!», αναφώνησε. «Τι δουλειά έχεις εδώ;»
«Αυτό θα έπρεπε να το ρωτήσω εγώ», έκανε εκείνος ενοχλημένος. «Βικτώρια τι κάνεις εδώ;»
«Ήθελα...», άρχισε εκείνη αλλά δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. «Πώς με βρήκες;»
«Μου τηλεφώνησε η Μάργκαρετ. Μου είπε ότι ακύρωσες τη βόλτα σας, γιατί ξαφνικά δεν ένιωθες καλά, ενώ κοιτούσες το παλιό ορφανοτροφείο. Σε πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσες».
Εκείνη δάγκωσε αμίλητη τα χείλη της.
«Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο», συνέχισε ο Τζέρεμυ. «Ήρθα αμέσως εδώ και φυσικά είχα δίκιο».
«Τζερ να σου...»
«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;», την έκοψε φωνάζοντας.
Οι λιγοστοί περαστικοί γύρισαν και τους κοίταξαν. Εκείνη του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα.
«Με συγχωρείς», της είπε ήρεμα και την έπιασε τρυφερά από τους ώμους. «Με πονάει να σε βλέπω έτσι γι' αυτό αντιδρώ με αυτό τον τρόπο».
Εκείνη ένευσε.
«Πάμε;», τη ρώτησε και την έπιασε από το χέρι.
Εκείνη ένευσε ξανά. Καθώς απομακρύνονταν, έριξε μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο της προς το παράθυρο του πρώτου ορόφου. Της φάνηκε ότι είδε πάλι αυτό το «κάτι» να κινείται. Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί.
YOU ARE READING
Τα Χαμένα Παιδιά
Horror"...«Το σημερινό μάθημα», άρχισε εκείνος και προχώρησε προς τον πίνακα, «έχει σκοπό να μας διδάξει πώς θα πάρουμε πίσω αυτό που έχουμε χάσει». Ακούμπησε τον πίνακα με τη βέργα του και η μαύρη επιφάνειά του εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε μια τεράστια ο...