«Τι συμβαίνει;», απόρησε ο Τζέρεμυ που στράφηκε προς το μέρος της. «Γιατί σταμάτησες;»
Η Βικτώρια δεν μίλησε. Έτεινε την κλειστή της χούφτα προς το μέρος του. Εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της. Την άνοιξε. Μέσα της, υπήρχε ένα μαύρο κορδόνι, στην άκρη του οποίου ήταν περασμένος ένας χρυσός σταυρός. Κανείς τους δεν μίλησε για μερικές στιγμές.
«Πού τον βρήκες;», τη ρώτησε τελικά ο Τζέρεμυ.
Εκείνη ξαφνιάστηκε από τη σταθερότητα που είχε η φωνή του. Περίμενε πως θα ένιωθε μετανιωμένος, τρομαγμένος, πανικόβλητος.
«Εδώ», του απάντησε απλά. «Τι γυρεύει εδώ ο σταυρός που σου χάρισα Τζέρεμυ;», τον ρώτησε αμέσως. «Μου είχες πει ότι τον είχες χάσει... Τι δουλειά έχει εδώ λοιπόν;»
Το παρανοϊκό του γέλιο ήχησε σε όλο το κτίριο.
«Ξέρεις αγάπη μου, αν υπάρχει κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου σε εσένα, είναι ότι δεν μπορείς να δεχτείς αυτό που σου λένε. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι πρέπει να ξεχάσεις αυτό το κτίριο και την αδερφή σου και να τα αφήσεις όλα πίσω σου έτσι δεν είναι; Και φυσικά τώρα, δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι βρήκες εδώ τον σταυρό που μου χάρισες...», έκανε αργόσυρτα.
Εκείνη δεν απάντησε στην ερώτησή του.
«Πώς βρέθηκε εδώ ο σταυρός Τζέρεμυ;», επανέλαβε την ερώτησή της τονίζοντας κάθε λέξη.
«Λοιπόν, το πρόβλημα είναι, ότι τελικά μοιάζεις πολύ με την αδερφή σου», είπε εκείνος με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Έτσι κι εκείνη, δεν δεχόταν αυτό που της έλεγα. Της είχα πει ότι θα ήταν μόνο για ένα βράδυ, και μετά θα γίνονταν όλα όπως παλιά, αλλά δεν με άκουγε. Ναι, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες...», έκανε με ένα ονειροπόλο βλέμμα. «Εσύ δεν ήσουν μαζί μας, είχες διάβασμα, κι εμείς καθόμασταν στην αυλή του ορφανοτροφείου. Την ήθελα καιρό ξέρεις, αλλά προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Ήταν τα ταμπού της εποχής, αλλά ήσουν κι εσύ βλέπεις. Εκείνο το βράδυ όμως δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Όταν την πλησίασα, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει. Έτρεξε μέσα στο κτίριο ζητώντας βοήθεια. Η διευθύντρια έλειπε, αλλά τα κορίτσια την άκουσαν. Την πίστεψαν. Έτρεξαν και κλειδώθηκαν στην τραπεζαρία. Φώναζαν ότι θα τα μαρτυρήσουν όλα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να τις εξαφανίσω όλες. Μπλόκαρα την πόρτα. Η φωτιά, ήταν το μόνο που θα έσβηνε τα ίχνη τους. Από ότι φαίνεται όμως δεν έκανα καλή δουλειά. Εκείνες πέθαναν μεν, αλλά το κτίριο δεν καταστράφηκε ολοσχερώς... κι έτσι εσύ, μπόρεσες να βρεις τον σταυρό μου. Κάπου μπερδεύτηκε γιατί κυνήγησα τη Σάρα μέχρι εδώ πάνω και τον έχασα...»
«Χριστέ μου!», φώναξε η Βικτώρια κι έφερε το χέρι στο στόμα της. «Πώς... Πώς μπόρεσες;», τραύλισε. «Ήταν μόνο δώδεκα χρονών... κι εμείς ήμασταν δεκαέξι... Τόσο καιρό, τόσο καιρό ζούσα με ένα τέρας!», ούρλιαξε ενώ τα δάκρυα που έβγαιναν από τα μάτια της αυλάκωσαν το πρόσωπό της.
Ο Τζέρεμυ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.
«Ε όχι και τέρας αγάπη μου...», διαμαρτυρήθηκε. «Στάθηκα δίπλα σου βράχος. Χάρη σε μένα κατάφερες να ξεπεράσεις το θάνατό της».
«Το θάνατο που εσύ προκάλεσες!»
«Μη με διακόπτεις!», ξέσπασε εκείνος πλησιάζοντάς την απειλητικά.
Εκείνη οπισθοχώρησε κρατώντας την αναπνοή της.
«Όπως έλεγα λοιπόν», συνέχισε εκείνος, «χάρη σε μένα κατάφερες να ξεπεράσεις το θάνατό της. Κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρι να αποφασίσεις να μετακομίσουμε πάλι σε αυτό το μέρος. Μέχρι να αποφασίσεις ότι η ζωή στην πόλη σε έπνιγε κι ότι η επιστροφή στο μέρος που μεγαλώσαμε θα σου κάνει καλό. Λοιπόν μάντεψε! Σου έκανε κακό! Έκανε κακό και στους δυο μας!»
«Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Θα πληρώσεις γι' αυτό που έκανες!», είπε η Βικτώρια με σφιγμένα δόντια κι έκανε να τον προσπεράσει.
«Όχι αγάπη μου!», αντέτεινε εκείνος και την τράβηξε από τα μαλλιά. Άρπαξε τον σταυρό με το ελεύθερο χέρι του και τον φόρεσε στον λαιμό του.. Εκείνη έπεσε στο έδαφος τσιρίζοντας. «Εσύ θα πληρώσεις που κατέστρεψες την ειδυλλιακή ζωή που είχα φτιάξει για τους δυο μας», συνέχισε και άρχισε να την σέρνει.
Η Βικτώρια χτυπούσε το χέρι του προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από τη λαβή του. Την έσυρε μέχρι το τέρμα του διαδρόμου. Εκείνη μπουσούλησε και κόλλησε με την πλάτη της στον τοίχο.
«Και τώρα μάντεψε», άρχισε ο Τζέρεμυ κι έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του. «Πρώτα θα σε σκοτώσω... και μετά... μετά το κτίριο θα τυλιχθεί στις φλόγες γι' ακόμα μια φορά. Όλοι ξέρουν πως η αδερφή σου πέθανε στη φωτιά που ξέσπασε τότε. Θα ισχυριστώ πως μου άφησες ένα σημείωμα και μου έγραφες πως ήθελες να φύγεις κι εσύ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έτρεξα να σε προλάβω, αλλά δυστυχώς, ήταν πολύ αργά...», κατέληξε κι έκανε να την πλησιάσει.
Εκείνη ένιωσε να χάνει την αναπνοή της. Ο κόσμος γύρω της άρχισε να τρεμουλιάζει και να θολώνει. Και τότε, τη στιγμή που ερχόταν προς το μέρος της κι αισθανόταν έτοιμη να λιποθυμήσει, ένα πολύ σιγανό γέλιο, ήχησε στα αυτιά της.
YOU ARE READING
Τα Χαμένα Παιδιά
Horror"...«Το σημερινό μάθημα», άρχισε εκείνος και προχώρησε προς τον πίνακα, «έχει σκοπό να μας διδάξει πώς θα πάρουμε πίσω αυτό που έχουμε χάσει». Ακούμπησε τον πίνακα με τη βέργα του και η μαύρη επιφάνειά του εξαφανίστηκε. Μετατράπηκε σε μια τεράστια ο...