Καιφαλιο 1

56 2 0
                                    

Η θάλασσα απέναντι στο παράθυρο του, έμοιαζε με την όμορφη μάγισσα του παραμυθιού. Πολλά κύματα είχαν βγει στη στεριά και πολλά άλλα χτύπαγαν τους βράχους ανελέητα. Μόνο η θάλασσα τον ηρεμούσε. Είτε άγρια είτε ήσυχη αυτός την λάτρευε. Μόνο εκείνη ήξερε όλα του τα μυστικά και όμως, ποτέ της δεν τον πρόδωσε. Πόσες αλήθειες, πόσα ψέματα, πόσο πόνο έκρυβε αυτή η θάλασσα!?
«Πείτε μου πως να γράψω μια τέτοια αλήθεια σε ένα κομμάτι χαρτί;» ρώτησε ο Άλεξ απευθυνόμενος στα γαλάζια νερά.
«Πως να χειριστώ την δικιά μου αλήθεια και το δικό μου ψέμα; Θα τον πονέσει το ψέμα μου; Για την ακρίβεια θα μπορέσει να ζει με την αλήθεια που θα μάθει; » αναρωτήθηκε και έριξε άλλη μια ματιά στο γράμμα που τόσο δυσκολευόταν να τελειώσει . Πήρε το στυλό και συνέχισε να γράφει στο χαρτι, αυτή την αλήθεια που δεν θα τολμούσε ποτέ να ξεστομίζει, αντικρίζωντας το παιδί του στα μάτια . Κοίταξε το ποτήρι μπροστά του με δισταγμό και κατέβασε το περιεχόμενο μονορούφι.
Λίγο αργότερα από το μεγάλο σαλόνι ακούστηκε η φωνή του γιού του.
«Μπαμπά. Μπαμπά που είσαι; »
Σηκώθηκε από το γραφείο, σκέπασε με ένα βιβλίο το περιβόητο γράμμα και πήγε να ανοίξει την πόρτα.

«Εδώ είμαι παιδί μου.Τι...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ξαφνικά ένας πολύ δυνατός πόνος τον έκανε να διπλώθει στα δύο.

«Μπαμπά τι έχεις; Είσαι άρρωστος; Να φωνάξω τον γιατρό; »

«Όχι αγόρι μου. Μου πέρασε. Θα σε φώναζα και εγώ σε λίγο αλλά τέλος πάντων πες μου τι θέλεις; »

«Είσαι σίγουρα καλά;» τόν ρώτησε και μόλις τον είδε να πνέει καταφατικά συνέχισε.

«Σε παρακαλώ μπαμπά δεν θέλω να φύγω. Ξανά σκέψου το. Εδώ έχω τα άλογα τον Ρόμπινσον τους φίλους μου.»

«Και εκεί θα έχεις άλογα. Θα σου φέρω και το Ρόμπινσον αργότερα.»

«Σε παρακαλώ ας μείνουμε εδώ.»

«Μακάρι να γινόταν αυτό αγόρι μου. Μακάρι.... Πρέπει να γράψω κάτι στο γραφείο. Δεν έχω πολύ χρόνο. Σε παρακαλώ άκουσε με προσεκτικά. Θέλω μετά την κουβέντα μας, να πας με την Αντρια και την Άνν στη σοφίτα. Ότι και να γίνει, ότι και να δεις δεν θα το κουνήσεις ρούπι από εκεί. Πρέπει να φύγετε αποψε.Μονο αν σε φωνάξω εγώ, θα κατέβεις κάτω» του είπε ο Αλεξ χαϊδεύοντας τα μαλλιά του.

«Μπαμπά σε παρακαλώ. Γιατί; Δεν θέλω να φύγω από το κτήμα. Δεν θα φύγω χωρίς εσένα» του είπε ο Τζέιμς και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα όμορφα μάτια του.

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.Where stories live. Discover now