«Εσύ πώς ξέρεις ότι είναι δικό σου παιδί; Έκανες το τεστ; Πες μου;» ρώτησε και τα γόνατα του άρχισαν να τρέμουν. Προσπάθησε να κρυφτεί από τα μάτια του Άλεξ αλλά ηξερε ότι αυτό ήταν αδύνατον. Εκείνος πάντα τον διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο.
«Φοβάσαι! Τα γόνατα σου σε κρατάνε με το ζόρι! Η καρδιά σου χτυπάει με έντονους ρυθμούς! Η γλώσσα σου στέγνωσε και τα χέρια σου τρέμουν! Σωστά;»
«Μίλα. Μίλα που να σε πάρει.»Ο Άλεξ κατέβασε τα μάτια και ξύνοντας το κεφάλι πάλι του ψιθύρισε.
«Όχι δεν μπόρεσα. Φοβόμουν. Αν δεν είναι δεν θέλω να μάθω. » απάντησε κατεβάζοντας ντροπαλά το κεφάλι στο πάτωμα.
Για λιγο δεν μίλησε κανείς. Ο καθένας επεξεργαζοταν αυτή την πιθανότητα στο μυαλό του. Κατά βάθος κανένας από τους δύο δεν ήθελε να μάθει το αποτέλεσμα αν ήξεραν ότι το παιδί δεν ήταν δικό του.«Που είναι;Θέλω να δω το παιδί.»
«Η μνήμη σου επανήλθε;»
«Μίλα σε αυτό που σε ρωτάω.»
«Δεν μπορώ να σου πω» ειπε και κούνησε δυνατά με τα δύο χέρια την καρέκλα στην όποια είχε καθίσει.
Ο Άλεν έσκυψε για να συναντήσει τα μάτια του Αλεξ.
«Θα μου πεις η οχι;»Ένα ζευγάρι ματιά που παρακολούθησαν διερευνητικά πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα, άνοιξαν διάπλατα από το φόβο. Τον είχε τρομάξει τόσο πολύ εκείνος ο άντρας με τα μακριά μαλλιά. Δεν έβλεπε καθαρά τα πρόσωπα αλλά τα μαλλιά και η φωνή του, του ήταν τόσο γνώριμα! Προσπάθησε να θυμηθεί αλλά μάταιο.
«Η υπομονή μου τελείωσε. Θα μου πεις με το καλό η να ψάξω κάθε γωνιά του σπιτιού σου;» άκουσε το ουρλιαχτό του κακού άντρα. Το όμορφο προσωπάκι του, πάγωσε από το φόβο. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα και βάζοντάς στα ποδια ανέβηκε τα σκαλιά δύο δύο για να προλάβει την Άντρια που σίγουρα τον έψαχνε απελπισμένη.
«Η υπομονή μου τελείωσε. Θα μου πεις με το καλό η να ψάξω κάθε γωνιά του σπιτιού σου;»τον ξαναρώτησε χτυπώντας το δεξί του πόδι νευρικά δίπλα στην καρέκλα του.
« Τελευταία φορά. Που είναι;»
Ο Άλεξ κούνησε ξανά το κεφάλι του αρνητικά χωρίς να μιλήσει.
«Μάξ θέλω να κάνετε το σπίτι φίλο και φτερό για να βρείτε το παιδί.» φώναξε χωρίς να πάρει τα μάτια του από εκείνον.
Ξαφνικά ο αέρας γύρο από τον Άλεξ λιγόστεψε. Τα μάτια του έγιναν κόκκινα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Ένοιωσε έναν οξύ πόνο και μια βαριά πίεση στο στέρνο του. Κρίος ιδρώτας τον έλουζε και το αίμα του άρχισε να παγώνει.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Aksiyon"Αλήθεια" και "Ψεμα"! . Τι χρώματα να έχουν άραγε? Ποιό απ τα δύο πονάει περισσότερο; Πως να χειριστώ την δικιά μου αλήθεια και το δικό μου ψέμα» σκέφτηκε ο Άλεξ και προσπάθησε να γράφει σε ένα χαρτί την αλήθεια που δεν θα τολμούσε ποτέ να ξεστομίζε...