«Καλέ μαμά αυτό είναι σκέτο παλάτι.» Αναφώνησε η Σοφία καθώς πέρασε την μεγάλη πόρτα της εισόδου του νέου της σπιτιού. Ήταν πρόσφατα ανακαινισμένο καθώς στον αέρα υπήρχε ακόμα η μυρωδιά της μπογιάς. Δεν μπορούσες να το συγκρίνεις με την τότε τρύπα που έμενε μαζί με την μητέρα της στο κέντρο της πόλης. Ένα σπίτι που σαλόνι κουζίνα ήταν ενιαίο, με δύο υπνοδωμάτια και ένα μπάνιο. Ένα διαμέρισμα που τους έβγαζε συνέχεια προβλήματα τα οποία ο σπιτονοικοκύρης ποτέ δεν καταδέχτηκε να τις βοηθήσει για να τα επιδιορθώσει, έπρεπε η μητέρα της να βάλει η ίδια από την τσέπη της χρήματα για να φτιαχτεί το κάθε τι εκεί μέσα. Όταν το νοίκιασαν ήταν τελείως ακατάλληλο και εγκαταλελειμμένο, γεμάτο μούχλα στους τοίχους τα ντουλάπια σαπισμένα έμπαζε ακόμα και νερά το χειμώνα. Τότε ήταν που η μητέρα της σήκωσε τα μανίκια και το έφερε σε μια ποιο καλύτερη κατάσταση. Το έβαψε αντικατέστησε τα ντουλάπια και έβαλε εργάτη να της κλείσε τις τρύπες. Μπορεί να μην ήταν σπίτι αντάξιο του ενοικίου που έδιναν όπου αν καθυστερούσαν μια μέρα να πληρώσουν το νοίκι, τόσο τους απειλούσε ότι θα τους έδιωχνε, αλλά μετά την μικρή ανακαίνιση του έγινε ένα φιλόξενο σπίτι. Αυτή η κατάσταση όμως δεν κράτησε για πολύ καθώς μια μέρα τους έκλεισε το μάτι η τύχη.
Μια μέρα, καθώς η Μαρκέλλα μαγείρευε παστίτσιο το αγαπημένο φαγητό της κόρης της, χτύπησε το κινητό της. Από την απροσεξία της χτύπησε στην γωνιά του ντουλαπιού και κρατώντας το σημείο που χτύπησε βρίζοντας σήκωσε το τηλέφωνο της.
Ήταν ο δικηγόρος του συχωρεμένου του παππού της που είχε πεθάνει πριν μέρες της ανακοίνωσε ότι κληρονόμησε το σπίτι του στην Θεσσαλονίκη. Ποτέ στην ζωή του δεν τον γνώρισε γιατί είχε χωρίσει με την γιαγιά της πολλά χρόνια. Νόμιζε ότι από το χτύπημα στο κεφάλι είχε ζαλιστεί και δεν άκουσε καλά. Αλλά όχι δεν ήταν έτσι, όντως στα χέρια της πέρασε ένα σπίτι το οποίο ο παππούς της το είχε ανακινήσει πρόσφατα. Από τη χαρά της εκείνη την μέρα πήρε την κόρη της και βγήκαν να φάνε σε ένα ταβερνάκι στα Λαδάδικα και να ακούσουν λαϊκή μουσική.
Το σπίτι βρισκόταν στην Πυλαία μόλις δέκα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης η απόσταση ήταν λίγο ένα πρόβλημα αλλά δεν τους ένοιαζε τόσο πολύ. Και η Πυλαία διέθετα αρκετά πράγματα. Ήταν σαν ένα χωριό με σχολεία, εκκλησίες και πλατεία όπου εκεί μπορούσες να βρεις πράγματα πρώτης ανάγκης.
Η Μαρκέλλα μπήκε και αυτή στο σπίτι κουβαλώντας στα χέρια της μια μεγάλη κούτα. Ακόμα δεν μπορούσαν να το πιστέψουν ότι είχαν ένα τέτοιο σπίτι στα χέρια τους και ήταν δικό τους. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε ένα παράδρομο λίγο πριν την πόλη της Πυλαίας σε ένα λόφο. Είχε κήπους και μια μικρή πισίνα ενώ το εσωτερικό τους ήταν ανακαινισμένο. Τα έπιπλα της κουζίνας και η εστία καινούρια. Μια μεγάλη τραπεζαρία και σαλόνι καθώς στο πάνω όροφο είχε 3 υπνοδωμάτια και 2 μπάνια, σοφίτα και υπόγειο. Ήταν ότι καλύτερο είχε έρθει ποτέ στα χέρια της μετά από τόσες δυσκολίες που είχε περάσει.
«Αυτό είναι ο νέο μας σπίτι Σοφία μου. Επιτέλους φύγαμε από το σπίτι που μόνο προβλήματα μας δημιουργούσε μέσα στην βαβούρα της πόλης και τα καυσαέρια. Εδώ δεν ακούγετε τίποτα. Ηρεμία και φρέσκο οξυγόνο.»
«Θα μου λείψει και το άλλο μας σπίτι μαμά. Εκεί κάναμε τα πρώτα μας βήματα μαζί εκεί μεγάλωσα.» είπε η Σοφία και κατέβασε το κεφάλι της.
Η Μαρκέλλα πήρε το πρόσωπο της στα χέρια της και την ανάγκασε να την κοιτάξει.
«Μικρή μου, από δω και πέρα σου υπόσχομαι ότι όλα αυτά θα φτιάξουν. Ξεκινάμε μια νέα ζωή. Και σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ότι μπορώ για να τα καταφέρω να μην σου λείψει τίποτα.»
«Μαμά μου, ποτέ δεν άφησες να μου λείψει τίποτα. Απλά με κάποια μέρη συνδέεσαι συναισθηματικά.»
«Εμένα θα μου πεις παιδί μου; ξέρω πως αισθάνεσαι.» το πρόσωπο της σκοτείνιασε καθώς μνήμες άσχημες ήρθαν στο μυαλό της. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της για τις διώξει και να μη της χαλάσουν την διάθεση.
«Και, δεν σου είπα και το ακόμα καλύτερο νέο.»
«Τι έχει κι άλλο;»
«Φυσικά. Η άδεια του μαγαζιού εγκρίθηκε και το μαγαζί μας θα είναι έτοιμο τις επόμενες μέρες να ξεκινήσει την λειτουργία του.»
«Αλήθεια μου λες; »
«Ναι παιδί μου!»
Και οι δυο μαζί χοροπηδούσαν και ούρλιαζαν σαν μικρά κοριτσάκια αγκαλιασμένες.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι η μπουτίκ ρούχων που τόσα χρόνια προσπαθείς να ανοίξεις στην Αριστοτέλους είναι πλέον δικιά μας;»
«Ναι αγάπη μου ναι! Τόσα χρόνια δούλευα για να καταφέρουμε επιτέλους να κάνουμε κάτι δικό μας.»
«Αυτό πρέπει να το γιορτάσουμε τότε!»
«Για την ώρα έχουμε δουλειές μικρή. »
Η Σοφία έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. Κάτι που δεν της άρεσε καθόλου είναι να κάνει πάστρα στο σπίτι, αλλά όταν η μάνα της της έβαζε τις φωνές, σταματούσε να γκρινιάζει και την βοηθούσε στις δουλειές. Αλλά τώρα δεν έπρεπε να γκρινιάζει. Ήρθαν σε ένα καινούριο σπίτι σε μια νέα ζωή και δεν θα άφηνε την βαρεμάρα της να την παρασύρει.
Ένα φορτηγό πάρκαρε έξω από το σπίτι τους κορνάροντας.
«Α ωραία ήρθε η μεταφορική. Σοφάκι ώρα να πιάσουμε δουλειά.»
YOU ARE READING
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
RomanceΜαρκέλλα και Σοφία. Μάνα και Κόρη. Έκτορας και Παντελής. Πατέρας και Γιος. Και οι τέσσερις αγάπησαν, απογοητεύτηκαν, προδόθηκαν. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ...ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΗ, ΜΙΑ ΠΟΙΝΗ Ή ΕΝΑ ΔΩΡΟ... ⚠️ Η ΙΣΤΟΡΙΑ Π...