6.

34 6 1
                                    

Μπήκε στο σπίτι του ανακουφισμένος αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε η μυρωδιά της καθαριότητας και η μυρωδιά ψητού φαγητού. Η κυρία Αργυρώ είχε κάνει πάλι το θαύμα της. Ήταν η γυναίκα που τώρα δεκαπέντε χρόνια τους βοηθούσε, που τον μεγάλωσε σαν να ήταν η πραγματική του μάνα, μια γυναίκα μόνη στην ζωή αφού ποτέ της δεν κατάφερε να παντρευτεί. Έμεινε μόνη να καθαρίζει και να προσέχει παιδιά. Όταν όμως ο πατέρας του την προσέλαβε για αποκλειστική με ένα πολύ καλό μισθό ήρθε και έμεινε και έγινε μέλος της οικογένειας τους. Ερχόταν το πρωί και έφευγε αργά το απόγευμα. Καθάριζε, μαγείρευε, σιδέρωνε, έπλενε. Δεν την γνώρισε την δικιά του, ο πατέρας του του είχε πει ότι τους είχε εγκαταλείψει οι λόγοι πολλοί αλλά άγνωστοι για τον ίδιο όταν γνώρισε την μητέρα της κοπέλας του ένα αγκάθι τον ενοχλούσε στην καρδιά του. Η μοίρα έπαιξε άλλα παιχνίδια. Αντί για την μάνα του, είχε την κυρία Αργυρώ αλλά δεν ήταν το ίδιο.

Ζούσαν σε ένα διαμέρισμα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Πολιούχου της Θεσσαλονίκης όπου κάθε μέρα πλήθος κόσμου από διάφορες γειτονικές χώρες τον επισκέπτονταν και προσκυνήσουν και να θαυμάσουν αυτόν το ναό που, έχει καεί και ξανά χτιστεί τρεις φορές. Ο πατέρας του, δούλευε σε εκείνη την εκκλησία ως ψάλτης, ήταν καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Θεολογίας και δίδασκε βυζαντινή μουσική. Ήταν αναμενόμενο ο Παντελής να πάρει κάποια κομμάτια από τον πατέρα του, κυρίως στις ψαλμωδίες. Είχε πάρει την φωνή του πατέρα του αν τους άκουγες σε ξεχωριστή στιγμή νόμιζες ότι έψελνε ο ίδιος άνθρωπος. Έτσι, με την παρότρυνση του πήγαινε στα μαθήματα της βυζαντινής μουσικής και τον ακολουθούσε στις λειτουργίες που πήγαινε.

Ο Παντελής όμως δεν ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. τα ενδιαφέροντα του ήταν άλλα. Του άρεσε πολύ η άθληση του άρεσε να περνάει ώρες τρέξιμο στην Νέα Παραλία και να γυμνάζεται στο γυμναστήριο όπου είχε γραφτεί. Ήθελε να περάσει στην Γυμναστική Ακαδημία. Δεν του άρεσε τίποτα άλλο δεν ευχαριστιόταν με τίποτα άλλο. Η γυμναστική του καθάριζε το μυαλό, μπορούσε να σκεφτεί καλύτερα. Αλλά από τότε που πήγε σε εκείνο εκεί το Λύκειο και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της, ο κόσμος του όλος γκρεμίστηκε. Η σχέση του με την Σοφία ήταν τελείως διαφορετική από τις υπόλοιπες σχέσεις που είχε κάνει. Ήταν λες και γεννήθηκε για να είναι μαζί, ένα αίσθημα προστασίας τον κυρίευε, ήθελε να την προστατέψει από το οτιδήποτε θα τη στεναχωρούσε, ένιωθε τρυφερότητα μαζί της και μπορούσαν να επικοινωνήσουν μόνο με τα μάτια. Μπορούσε να ξέρει τι θέλει μόνο με ένα βλέμμα της. Ήταν τόσο πρωτόγνωρο όλο αυτό που τον είχε καθηλώσει σε μια καρέκλα του μυαλού του δεμένο και δεν τον άφηνε να σηκωθεί.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΡΩΤΕΣWhere stories live. Discover now