Είναι αγκαλιασμένοι στη στάση του λεωφορείου ακριβώς έξω από το πολυκατάστημα. Τα λεωφορεία φεύγουν και έρχονται, άνθρωποι ανεβαίνουν, άνθρωποι κατεβαίνουν, χάνονται, βρίσκονται, τους προσπερνάνε σαν μέλισσες που βουίζουν χωρίς σκοπό, χωρίς λουλούδια τριγύρω για να τρυγήσουν. Νιώθουν τόσο απογοητευμένοι και οι δύο, τόσο άδειοι που δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους. Να αρχίσουν να κλαίνε; Να φωνάζουν; Να γελάνε ασταμάτητα χωρίς να μπορούν να σταματήσουν; Τίποτα, μόνο παγωμένα χέρια που προσπαθούν να ζεσταθούν μεταξύ τους και βλέμματα καρφωμένα στην αοριστία.
"Και τώρα τι;" τη ρωτάει, ενώ δεν αφήνει στιγμή το χέρι της μέσα από τα δικά του.
"Ώραια, τα κατάφερες, αχόρταγε Παυλάκη" του λέει και γελάνε μετά από πολλά λεπτά σιωπής, μιας σιωπής που ακολούθησε την απόλυσή τους.
"Τι θα πω στους γονείς μου, τι; Ότι με απόλυσαν γιατί πηδιόμουν στις τουαλέτες; Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Ο πατέρας μου θα με πετάξει έξω από το σπίτι, τέτοιες εποχές να χάνεις δουλειά για μαλακίες είναι έγκλημα" του λέει και αφήνει τα δάκρυα επιτέλους να δραπετεύσουν από τις όμορφες φυλακές των καταπράσινων ματιών της.
"Θα τους πεις ότι είναι ένας μαλάκας και μίσος. Αυτό θα του πεις. Που έχει βγει στη σύνταξη από τα σαρανταπέντε του και συνεχώς στη λέει. Άντε τώρα, γιατί..."
"Μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ...είναι ο πατέρας μου".
"Είναι η ζωή σου..."
Μπροστά τους συνεχίζουν να περνάν τα οχήματα το ένα πίσω από το άλλο. Νέφος, κορναρίσματα, αδυσώπητοι ρυθμοί, απεγνωσμένες φιγούρες, παρέες χαρούμενες, άγνωστοι και γνωστοί μαζί. Στο μυαλό τους ξαναζωντανεύει η εικόνα του διευθυντή τους που ούρλιαζε σαν αγρίμι, φτύνοντας τους στα μούτρα καθώς μιλούσε, καθώς τους χλεύαζε και ουσιαστικά απαιτούσε να ξεκουμπιστούν από μπροστά του χωρίς καν να αποχαιρετίσουν τους συναδέλφούς τους. Η Τάνια πιο πίσω έκλαιγε, χωρίς να τη νοιάζει που η μάσκαρα την είχε μετατρέψει σε έναν αξιολύπητο, συμπαθητικό παλιάτσο. "Τώρα τι";
"Για μένα ξέρεις, θα είναι πιο δύσκολο" προσπαθεί να την παρηγορήσει ο Παύλος, δείχνοντάς της πως το μέγεθος των προβλημάτων του είναι μεγαλύτερο.
"Λες για τους δικούς σου που χρωστάνε παντού, έτσι;" τον κοιτάζει, στεγνή από δάκρυα πια.
"Λέω για τους δικούς μου που στηρίζονταν πάνω μου για να ξεπλύνουν τα σφάλματα της πρότερης ζωής τους. Να δουλεύει ο μικρός, να του τα παίρνουμε σχεδόν όλα για να ξεχρεώσουμε τα δάνεια. Έτσι είναι, θέλουν βλέπεις να το παίζουν ακόμα ευγενείς με τις αυτοκινητάρες τους" .
"Είναι η ζωή σου..." επαναλαμβάνει τα δικά του λόγια η Τζούντυ.
Κοιτιούνται, χαμογελάνε. Είναι δυνατοί ο ένας κοντά στον άλλο. Και ας φαίνεται πως προσωρινά δεν έχουν τίποτα άλλο δικό τους.
"Σε θέλω" της λέει.
"Και εγώ σε θέλω" του απαντά, αγνοώντας τους άγνωστους που στέκονται δίπλα τους, περιμένοντας το επόμενο λεωφορείο, την ίδια τη ζωή να έρθει μπροστά τους και να ανοίξει τις πόρτες της, γεμάτη με κουμπάκια για την επόμενη στάση. Λες και θα μπορέσουν ποτέ να τα χρησιμοποιήσουν, λες και η ζωή δεν ανοίγει τις πόρτες της όποτε εκείνη γουστάρει.
"Θέλω να κάνουμε έρωτα...τώρα" της τονίζει,
"Θέλω να κάνουμε συνέχεια έρωτα", συμφωνεί ψιθυριστά και τα μάγουλά της κοκκινίζουν.
Της ακουμπά τον μηρό, το χέρι του ξεδιάντροπα περνά κάτω από τη φούστα, δεν τον νοιάζει ποιοι τους κοιτάζουν, τι γνώμη θα έχουν γι' αυτούς. Αυτοί είναι δυνατοί. Αγαπιούνται. Ποθεί ο ένας τον άλλο ειλικρινά. Ολοκληρωτικά. Όπως κανείς γύρω τους δεν το κάνει. Για λίγο χάνονται στο πάθος του φιλιού, στις κινήσεις των άκρων τους που πλέκονται μεταξύ τους σε φανταστικούς αργεντίνικους χορούς. Μέχρι να σωριαστεί, σχεδόν ακριβώς πάνω στα ενωμένα πόδια τους, ένας ποδηλάτης.
"Είσαι καλά αγόρι μου;" τον πλησιάζει μια ευγενική γεροντική μορφή μέσα από το πλήθος. Εκείνος καθησυχάζει τον παππούλη που, αν και κρατά μπαστούνι, έχει σκύψει να δει τι συνέβη. Μόνο κάποιες εκδορές στα γόνατα, ενημερώνει τους γύρω του πως αισθάνεται τυχερός που δεν τον χτύπησε κάποιο από τα αυτοκίνητα που ακολουθούσαν. Όλα καλά. Ανεβαίνει στο ποδήλατό του και σαν αγγελιοφόρος, που έχει εκτέλεσει το χρέος του, χάνεται στη πομπή των αυτοκινητών. Η Τζούντυ έχει τρομάξει, ο Παύλος έχει σταματήσει να ερωτοτροπεί μπροστά στο πλήθος.
"Δε μου λες; Το ποδήλατο που έφερες πέρυσι από το χωριό σου και δε χρησιμοποιείς ποτέ, σε τι κατάσταση είναι;"
"Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Ξέρω και εγώ; Σκέφτεσαι να πάμε να καρφωθούμε και εμείς πουθένα για να γλιτώσουμε;"
"Κάτι σκέφτηκα, είναι η αλήθεια, μμμμ, για να δω, οι γαμπούλες σου είναι σφιχτές...ωραία...θέλεις ακόμη να χάσεις τα περιττά κιλά που έβαλες πριν δύο χρόνια;"
Γελάει, γελάει γιατί όταν τον βλέπει έτσι πονηρό, με εκείνη την όψη του μαύρου πάνθηρα, να την πειράζει, τα ξεχνάει όλα. Δεν ξέρει τι να του απαντήσει, σηκώνει απλά τους ώμους της προς τα πάνω, αδιαφορεί για τα περιττά κιλά τώρα που δεν έχει καν δουλειά, τώρα που εκείνος είναι εδώ να τη χαϊδεύει.
"Είναι η ζωή μας" εξάλλου προσθέτει ο Παύλος και εκείνη δεν έχει ιδέα τι σκέφτεται, απλά περνάει τα πόδια της πάνω του, έτσι όπως είναι καθισμένος στο μεταλλικό παγκάκι. Σαν μεγάλη μπέμπα, έτοιμη να νανουριστεί, τον αγκαλιάζει, τυλίγοντας τα φινετσάτα χέρια της γύρω από το λαιμό του, αφήνοντας το κεφάλι της να προσγειωθεί στην καρδιά του.
ČTEŠ
Παντού μαζί σου
RomanceΈνας υπέροχος έρωτας και η τρέλα της στιγμής... Να τα εγκαταλείψουν όλα για να γυρίσουν τον κόσμο. Όλο τον κόσμο. Χωρίς αναβολές. Άμεσα. Μόνο έρωτας και ταξίδια. Ή μήπως όχι;