18•ΔΙΟΝΥΣΗΣ•

951 126 23
                                    

18.
Εισαι καλά.


Ανοίγω την πόρτα και όταν τον βλέπω με ένα μεγάλο χαμόγελο τρομάζω.

«Πως και δεν άνοιξες με τα κλειδιά που πήρες κρυφά από μένα;»τον ρωτάω και του φεύγει το χαμόγελο.
«Μπορώ;»ρωτάει.

Σοβαρά τώρα;

«ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ!»του το ξεκοβω.

Αυτό μου έλειπε τώρα.Ολα τα χαμε.

«Κοιτά τι έφερα...»λέει όλο χαρά και κάνει άκρη και βλέπω ένα τραπεζάκι ξύλινο πίσω του.
«Τι είναι αυτό Παντελή;»ρωτάω.
«Ένα τραπέζι.»
«Το βλέπω ότι είναι ένα τραπέζι.Τι δουλειά έχει εδώ το γαμημενο τραπέζι δεν ξέρω»λέω και μπαίνω μέσα και ξαπλώνω στον καναπέ.

Μπαίνει με το τραπέζι του.
«Κοιτά να δεις σύμπτωση.Ημουν σε ένα σπιτι και έκανα κάτι μερεμέτια και μου λέει ο άνθρωπος εκεί αν μπορώ να πάρω το τραπέζι να το πετάξω επειδή θα πάρει άλλο.Και γω σκέφτηκα ότι ο Διονύσης δεν έχει τραπέζι άρα γιατί να το πετάξω;Κρίμα δεν είναι;»λέει και το αφήνει μπροστά από το καναπέ

Το κοιτάω.
«Πάντως σαν καινούργιο μοιάζει»
«Τα προσέχουν πολύ.Το θες;»
«Αν πω όχι θα το πάρεις;»
«Όχι»λέει και σπρώχνει τα ποδια μου κάτω από τον κάναπε και κάθεται και αυτός.Ειχε τα ρούχα της δουλειάς άρα λογικά θα πάει τώρα.

«Πως και ξύπνιος;»ρωτάει.
«Ε ξύπνησα»
«6 η ώρα το πρωί;Δεν είναι λίγο νωρίς;»

Πλέον δεν ξέρω ποιο είναι το νωρίς.

«Παντελή άντε στην δουλειά σου»λέω.

Βάζει το χέρι του στον ώμο μου και τον αγριοκοιτάζω αφού ειδικά αυτός ξέρει ότι δεν μαρεσει να με ακουμπάνε.

Το βγάζει αμέσως.
«Ξέρω ότι ήρθες αργά από την δουλειά χθες.Τι ώρα ήταν;»
«4.Και;»
«Και τώρα είναι 6 Διονύση...!»λέει και με πλησιάζει.

«Προσωπικός χώρος»του θυμίζω και κάνει πιο κει.

Ξεφυσάει.
«Δεν κοιμήθηκες καθόλου έτσι;»λέει και έβγαλα τα μάτια μου από εκείνον.

Δεν θέλω να του πω και δεν θέλω να με ρωτάει καν.Εφυγα από το σπιτι του για αυτόν τον λογο.Και για αυτόν δηλαδή.
Έκανε παιδί άρα εγώ ήμουν περιτος εκεί.

«Μου την σπας όταν ρωτάς πράγματα που δεν θέλω να ρωτάς!Μπορεις να κοιτάς την δουλειά σου;»του λέω.
«Εσυ είσαι η δουλειά μου!»απαντάει αμέσως.

Σηκώνομαι και ευχόμουν να είχα πιο μεγάλο σπιτι για να πήγαινα να κλειστώ σε κανένα άλλο δωμάτιο αλλά δεν έχω.

«Θα βγω»του λέω.
«Με διώχνεις.Καταλαβα.»λέει και σηκώνεται.

Με πλησιάζει και μου κλείνει τον δρόμο για να μην φύγω.
«Μπορεί να έφυγες από το σπιτι αλλά δεν έφυγες από την οικογένεια»λέει με το σοβαρό του ύφος.

Πάει προς την πόρτα.
«Το απόγευμα πριν πας στην δουλειά σε περιμένουμε σπιτι να φάμε όλοι μαζί.Αν μπορείς έλα αυτήν την φορά»λέει και εξαφανίζεται.

Κάθομαι πάλι στον καναπέ και ανοίγω την τηλεόραση όταν βλέπω ένα χαρτάκι από κάτω από το τραπέζι.Πλησιαζω.Ειναι η τιμή του.

Τον ψεύτη.

***

Χτυπάω την πόρτα της και ανοίγει αμέσως.

«Βρες καλώς τον»λέει και μπαίνω μέσα.

«Μόνη;»
«Μόνη»λέει και όταν άκουσα αυτό που ήθελα μπαίνω στο δωμάτιο της.Με ακόλουθει.

Βγάζω ένα πενηντάρικο από την τσέπη μου και το πετάω στο κομωδινο της όπως κάνω πάντα.
«Γδύσου»της λέω.

Αρχίζω να βγάζω την μπλούζα μου και τα παπούτσια μου.

«Πάντα κατευθείαν στο ψητό Διονύση.Με κανείς να φαίνομαι καμία πουτανα»λέει αλλά ανοίγει την ρόμπα της.
«Πουτανα δεν είσαι;»ρωτάω.
«Προτιμώ την λέξη ιερόδουλη»λέει.
«Πουτανα δηλαδη»

Την βλέπω ανοίγει την ντουλάπα της.
«Όχι όχι.Δεν θέλω τέτοια.Το ξέρεις ότι δεν μαρεσουν»
«Ούτε νοσοκόμα;Ούτε υπηρέτρια;»
«Είπα γδύσου να τελειώνουμε!»της το ξεκοβω.

Δεν θα το συζητήσουμε.

«Πολλά νεύρα έχεις.Ελα να στα εξαφανισω...»λέει και ρίχνει κάτω το νυχτικό που φόραγε.

***

Ήταν σκοτεινά.Δεν έβλεπα και πολλά.Ηταν νύχτα.

«Για έλα εδώ.Πως σε λένε;»
«Διονύση.Με λένε Διονύση»

Μου κόβεται η ανάσα και δεν μπορώ να αναπνεύσω.

«Διονύση.Ωραιο όνομα.Γιατι μόνος έξω;»

Η καρδιά μου πήγαινε γρήγορα.Μπορουσα να το κατάλαβω.

«Το έσκασα»

Το στήθος μου πήγαινε κάνω κάτω.
Αυτη η φωνή....
Η φωνή που μου μιλάει.....

Ανοίγω τα μάτια και πετάγομαι από το κρεβάτι.

Όνειρο...
Ήταν όνειρο...

Παω στο παράθυρο και το ανοίγω αμέσως για να μπει μέσα ότι αέρας υπάρχει.Πιανω τα τσιγάρα μου και ανάβω ένα.

Αναπνοές Διονύση...αναπνοές...

Ήταν μόνο ένα όνειρο.
Εισαι καλά.
Εισαι ασφαλής.

Αγάπησέ Με (#3 Σαντα Ροζα Τζούνιορ )Where stories live. Discover now