Ήταν ένα γκρίζο, βροχερό πρωινό του Νοεμβρίου, στο Λονδίνο. Ο Τζέρεμι Σίγκουλ, που είχε κλείσει τα σαρανταοχτώ πριν από μερικές μέρες, σήκωσε το γιακά του παλτού του, άνοιξε την ομπρέλα, έσφιξε τον χαρτοφύλακα με το άλλο του χέρι και κατέβηκε από το μετρό. Η αλήθεια ήταν πως έμοιαζε πολύ νεότερος. Τα μόνα σημάδια που ίσως να αποδείκνυαν την πραγματική του ηλικία, ήταν τα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα μπροστά στο μέτωπό του. Η ψηλή του κορμοστασιά και το αρρενωπό του ύφος, δημιουργούσαν την εντύπωση ενός άντρα με αυτοπεποίθηση. Ίσως πάλι και όχι.
Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό κι έτσι δεν πρόσεξε τον περαστικό που τον χτύπησε με δύναμη στον ώμο.
«Ει!», του φώναξε και γύρισε απότομα, αλλά το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν μια πλάτη με μαύρο σκούφο και παλτό.
Κάνοντας μεταβολή για να συνεχίσει το δρόμο του, είδε ότι μπροστά στα πόδια του ήταν ένα φλασάκι. Το σήκωσε και σίγουρος ότι ανήκε στον άντρα που έπεσε πάνω του, τον έψαξε με το βλέμμα του. Εκείνος όμως είχε γίνει άφαντος. Τη στιγμή που προσπαθούσε να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει, το μεγάλο ρολόι της κεντρικής πλατείας χτύπησε. Ήταν εννιά ακριβώς. Είχε αργήσει. Το έριξε βιαστικά στην τσέπη του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο.
Η μέρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Είχε μείνει ακόμα μια ώρα μέχρι να σχολάσει, ωστόσο η δουλειά του είχε ολοκληρωθεί. Έγειρε στην πλάτη της καρέκλας κι έτριψε τα μάτια του. Έτσουζαν εξαιτίας της παρατεταμένης παραμονής του μπροστά στον υπολογιστή. Έβαλε το χέρι στην τσέπη για να πιάσει το κινητό του - δεν τους επέτρεπαν να το έχουν πάνω στο γραφείο. Το χέρι του όμως, άγγιξε κατά λάθος το φλασάκι. Το έβγαλε και το περιεργάστηκε. Είχε σχήμα οβάλ. Κοίταξε γύρω του. Τα γραφεία όλων των υπαλλήλων στη χρηματιστηριακή εταιρία που δούλευε, ήταν χωρισμένα μεταξύ τους με υπερυψωμένα τοιχάκια. Αν τα κοιτούσε κάποιος από ψηλά, θα νόμιζε ότι βρίσκονταν μέσα σε ένα λαβύρινθο, κάθε κουτάκι του οποίου είχε κι από ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα. Κανείς λοιπόν δεν θα μπορούσε να δει τι έβλεπε ο καθένας στην οθόνη του υπολογιστή του, εκτός αν στεκόταν όρθιος από πίσω του. Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που ακουγόταν στην αίθουσα ήταν ο ήχος που έκαναν όσοι πληκτρολογούσαν και συγκεχυμένες ομιλίες από αυτούς που εξυπηρετούσαν τηλεφωνικά τους πελάτες. Έβαλε το φλασάκι στη θύρα του υπολογιστή του. Όταν το άνοιξε, διαπίστωσε ότι υπήρχε μόνο ένας φάκελος με τίτλο: «Άκρως Εμπιστευτικό». Έριξε μια ακόμα ματιά γύρω του για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κανείς εκεί, κι έκανε κλικ με το ποντίκι. Η φιγούρα ενός κοντόχοντρου άντρα με ροδαλό πρόσωπο που φορούσε σμόκιν και κρατούσε ένα μπαστούνι με κυκλική λαβή εμφανίστηκε στην οθόνη. Άρχισε να χορεύει και μια δυνατή, χαρούμενη μουσική αντήχησε.
YOU ARE READING
Damon HellWay Saga
Horror"...Ξαφνικά, η ησυχία διακόπηκε, όταν ένας άντρας με απεγνωσμένο βλέμμα, που στεκόταν μπροστά από ένα κουλοχέρη άρχισε να πατάει με μανία το κουμπί του. Μόνο που το μηχάνημα δεν ανταποκρινόταν. Ένα μήνυμα με κόκκινα γράμματα αναβόσβηνε στην οθόνη: «...