Κεφάλαιο 10

329 64 52
                                    

Ήταν Κυριακή απόγευμα. Η Αναστασία ετοιμαζόταν για να πάει να συναντήσει τον Στάθη. Το πρωί την είχε πάρει τηλέφωνο και ζήτησε να βρεθούνε. Όταν το άκουσε αυτό η Αναστασία δέχτηκε με μεγάλη χαρά και από τότε δεν έχει χαθεί το χαμόγελο της. Κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της και είδε τον Στάθη να την περιμένει έξω από το αυτοκίνητο του. Χαιρετηθήκανε και της άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα. Εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα μεγάλο χαμόγελο και αφού μπήκε και ο Στάθης στη θέση του οδηγού ξεκίνησαν για μία καφετέρια. 

Ήταν και οι δύο αγχωμένοι. Ο καθένας βέβαια για διαφορετικό λόγο. Η Αναστασία έβγαινε πρώτη φορά με ένα αγόρι και πόσο μάλλον με ένα αγόρι που της άρεσε. Είχε βέβαια πείσει τον εαυτό της ότι έβγαιναν απλά ως φίλοι και τίποτα παραπάνω. Ο Στάθης φοβόταν μήπως κάνει κάτι λάθος και χάσει αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο από τη ζωή του. Ήξερε ότι δεν είχε καμία εμπειρία με το αντίθετο φύλο και για αυτό δεν ήθελε να την τρομάξει. 

Στο αυτοκίνητο επικρατούσε αμηχανία και το μόνο που ακουγόταν ήταν η μουσική από το ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή μπήκε το αγαπημένο τραγούδι της Αναστασίας και χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να τραγουδάει χαμηλόφωνα.

<Έχεις πολύ ωραία φωνή.> της είπε ο Στάθης μαγεμένος από αυτό που άκουγε.

<Σε ευχαριστώ πολύ.> του απάντησε εκείνη με κόκκινα μάγουλα. Δεν είχε τραγουδήσει ποτέ μπροστά σε κόσμο. Το μοναδικό της ακροατήριο ήταν ο νιπτήρας και η κουρτίνα του μπάνιου.

<Είσαι πολύ όμορφη όταν κοκκινίζεις. Βασικά, πάντα είσαι πολύ όμορφη.> της είπε και γύρισε να την κοιτάξει καθώς είχαν σταματήσει σε ένα φανάρι. Η Αναστασία ακούγοντας τα λόγια του Στάθη κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ και κατέβασε το κεφάλι της κοιτάζοντας τα μπλεγμένα της δάκτυλα. Ο Στάθης έπιασε το κεφάλι της, το σήκωσε και της χαμογέλασε γλυκά. 

<Δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι. Την αλήθεια λέω.> την είπε και εκείνη έμεινε να τον κοιτάει. 

Όλη αυτή την στιγμή χάλασαν τα κορναρίσματα από τα πίσω αυτοκίνητα αφού το φανάρι είχε ήδη ανάψει πράσινο. Ο Στάθης απρόθυμα γύρισε να κοιτάξει τον δρόμο και συνέχισαν για την καφετέρια. Κανείς δεν μίλησε μέχρι να φτάσουν αλλά και οι δύο είχαν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους ένα χαμόγελο.

Μπήκαν στην καφετέρια και κάθισαν σε ένα τραπέζι δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία. Παρήγγειλαν τους καφέδες τους και ξεκίνησαν να μιλάνε για διάφορα θέματα. Ξαφνικά η αμηχανία που επικρατούσε στο αμάξι είχε εξαφανιστεί και πλέον μίλαγαν και γέλαγαν συνέχεια. 

ΟΙ 6 ΦΟΙΤΗΤΕΣWhere stories live. Discover now