Πράσινο. Φωσφοριζέ πράσινο, βασικά. Με αυτό το χρώμα θα χαρακτήριζε η Τζούλιετ τον εαυτό της. Κυρίως επειδή το πράσινο της άρεσε πολύ, σχεδόν όσο θα ήθελε να της αρέσει ο εαυτός της, αλλά κι επειδή το πράσινο συμβόλιζε την αναγέννηση και βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο κίτρινο, το χρώμα της λάμψης και της ενέργειας, και στο μπλε, το χρώμα του ουρανού, του παραδείσου που βρισκόταν λίγο πάνω απ' την πόλη όπου ζούσε, την πόλη που έβραζε ολόκληρη σ' ένα καζάνι, και όχι λόγω θερμοκρασίας. Παλιά ήταν ένα ανοιχτό λιλά, το χρώμα τής αθωότητας, το χρώμα τής αγνότητας, το χρώμα τής άγνοιας. Όχι πια.
-ˋˏ ༻❁༺ ˎˊ-
Ήταν μία όμορφη μέρα στα τέλη του Οκτωβρίου και, εκείνο το πρωί, οι μέρες ζωής της Τζούλιετ άγγιζαν τις εφτά χιλιάδες εξακόσιες σαράντα, που σήμαινε πως, σε έναν μήνα ακριβώς, θα έκλεινε τα είκοσι ένα χρόνια ύπαρξης, αν και, κατά την ταπεινή (καθόλου) γνώμη της μητέρας της, έκλεινε τα είκοσι ένα και «πατούσε» στα είκοσι δύο, άρα, πρακτικά, γινόταν είκοσι δύο.
Γι' αυτό και το κορίτσι με τα μακριά ξανθά μαλλιά, που τα φύλαγε σαν να ήταν χρυσάφι —ίσως και πιο πολύτιμα από αυτό—, ποτέ δε συνήθισε να μετράει με χρόνια, αλλά με μέρες. Πάντα τη γοήτευαν οι μεγάλοι αριθμοί, οπότε μετρούσε την ηλικία της σε μέρες, και ίσως σε κάποιον να φάνταζε πολύ αλλόκοτο το πόσες λίγες μέρες ζούσε ο μέσος άνθρωπος στη ζωή του — αν η μέση ηλικία που ζούσαν τα πλάσματα του είδους που άκουγε στην ονομασία άνθρωπος είχαν μέσο όρο ζωής τα εβδομήντα πέντε χρόνια, ζούσαν λιγότερο από τριάντα χιλιάδες μέρες, πράγμα που ήταν τρομερό, αν σκεφτόταν κανείς πως δε θα έβλεπε πάνω από τριάντα χιλιάδες ηλιοβασιλέματα, αλλά, και πάλι, ήταν προτιμότερο από το να σκεφτεί κανείς πως δε θα γιόρταζε πάνω από εβδομήντα πέντε γενέθλια, αριθμός πολύ μικρότερος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας τον αέρα του δωματίου να εισχωρεί στους πνεύμονές της, και ύστερα, και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στρώσει το πολύχρωμο πάπλωμα με ακρίβεια χιλιοστών πάνω στο παλιό κρεβάτι, λες και τα πάντα εξαρτώνταν από το στρώσιμο αυτού του κρεβατιού.
«Τζούλιετ, εγώ φεύγω», ακούστηκε η φωνή της μητέρας της από το σαλόνι του μικρού σπιτιού, και η εξώπορτα άνοιξε κι έκλεισε ξανά μέσα σε δευτερόλεπτα, αλλά ύστερα ξανάνοιξε και η πενηντάχρονη πλέον γυναίκα φώναξε στον γιο της, «Και, Ντόμινικ, μην περάσεις πάλι κάτω από τη γέφυρα για να πας στο σχολείο, τα έχουμε ξαναπεί», ο οποίος στριφογύρισε τα μάτια του στο άκουσμα του «κηρύγματος» της μητέρας του και συνέχισε το πρωινό του.
YOU ARE READING
l'appel du vide
Teen FictionΣτο οποίο, δύο άνθρωποι με το ίδιο (περίπου) όνομα και πολύ διαφορετικές προσωπικότητες βρίσκουν ένα ουτοπικό παράθυρο μέσα στον δυστοπικό κόσμο όπου ζουν.