Τιρκουάζ. Όχι πολύ σκούρο, αλλά ούτε και πολύ ανοιχτό. Αυτό το χρώμα θα χαρακτήριζε την Άλις, τη μητέρα της. Ήταν το χρώμα των παραμυθιών, των ονείρων, της φαντασίας. Ταίριαζε πολύ στην Άλις, γιατί, πολλές φορές, ήταν λες και βρισκόταν στη χώρα των θαυμάτων.
-ˋˏ ༻❁༺ ˎˊ-
Η ώρα ήταν εφτά το πρωί, ένα παραδόξως ηλιόλουστο Σάββατο. Τα σύννεφα έρχονταν σε αντίθεση με το έντονο κιτρινωπό φως του ηλίου, και ήταν προφανές ότι τα σύννεφα θα επικρατούσαν εν τέλει, ενώ η μελωδία του «Dumb» των Nirvana έπνιγε τη μέχρι πρότινος νεκρική σιγή που επικρατούσε μέσα στον χώρο.
Εφτά χιλιάδες εξακόσιες σαράντα τρεις μέρες ύπαρξης. Φάνταζαν λίγες αλλά συνάμα πολλές, η Τζούλιετ δεν μπορούσε να αποφασίσει — ήταν ένας ομολογουμένως μεγάλος αριθμός αυτός καθαυτός (ή, τουλάχιστον, στο μυαλό του κοριτσιού με τα καστανά φωτεινά μάτια φάνταζε έτσι, μιας που δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο στα μαθηματικά και, αν έβλεπε μια συνάρτηση ή έστω μια τετραγωνική ρίζα με αυτό το νούμερο θα της φαινόταν πολύ μεγάλο), ωστόσο, η συνειδητοποίηση ότι είχε υπάρξει μόνο για λίγο παραπάνω από εφτά χιλιάδες μέρες, ότι είχε δει λίγο παραπάνω από εφτά χιλιάδες ηλιοβασιλέματα και ότι είχε ζήσει μόλις είκοσι ένα καλοκαίρια τής προκαλούσε μια παράξενη αίσθηση.
Με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα του ενός της χεριού έκανε μια εργασία στο λάπτοπ της για το μάθημα του κυρίου Σμιθ —για ποιο άλλο μάθημα θα χρειαζόταν να διαβάζει σαββατιάτικα;—, ενώ το άλλο χέρι ήταν κατειλημμένο από ένα χωνάκι με παγωτό, γεύσης μάνγκο, συγκεκριμένα.
Της άρεσε η ξινή γεύση του μάνγκο; Όχι.
Της άρεσε το εξωτικό του πορτοκαλί χρώμα, που ήταν φτιαγμένο από χρωστικές, αλλά δεν την ενδιέφερε; Ω, ναι.Μία ειδοποίηση εμφανίστηκε στη φωτεινή οθόνη —όσο φωτεινή μπορούσε να είναι, δηλαδή, μιας που η Τζούλιετ είχε τη φωτεινότητα στο μηδέν—, και το κορίτσι που τώρα είχε τα μαλλιά του πιασμένα σε κότσο πάτησε πάνω της χωρίς δεύτερη σκέψη — τρόπος του λέγειν, δηλαδή, καθώς δεν ποδοπάτησε την ηλεκτρονική αυτή συσκευή, απλώς μετέφερε το ποντίκι με τα ζωγραφισμένα λουλούδια μέχρι την ένδειξη της ειδοποίησης, όπου και πάτησε αριστερό κλικ.
Μερικές φορές, της άρεσε να αναλύει τα πράγματα από κάπου πολύ μακριά, σαν να βρισκόταν σε άλλο πλανήτη και η καθημερινότητά της να μην ήταν έτσι όπως ήταν, και οπότε σκεφτόταν έτσι ένιωθε πολύ ανόητη, ένιωθε πως έκανε κάτι ανούσιο και άσκοπο και ανώφελο, γιατί, ουσιαστικά, ζούσε μέσα σε ένα κουτί από τσιμέντο και τούβλα, σε μια γειτονιά γεμάτη κουτιά από τσιμέντο και τούβλα, όπου οι άνθρωποι ήθελαν απλώς να ξεφύγουν από την πραγματικότητα — λογικό, σκεφτόταν καμία φορά η Τζούλιετ, αφού ζούσαν μέσα σε κουτιά από τσιμέντο και τούβλα. Της φαινόταν εξωφρενική αυτή η σκέψη —ότι ζούσε τη ζωή της τόσο λάθος, όπως όλοι οι άνθρωποι, μόνο που κανείς δε φαινόταν να νοιάζεται ή να αμφισβητεί αυτόν τον τρόπο ζωής—, τόσο πολύ που ένιωθε πως πνιγόταν. Ένιωθε φυλακισμένη κάτω από τον γαλάζιο ουρανό — και ήταν, κατά κάποιον τρόπο, αφού δεν θα μάθαινε ποτέ τι κρυβόταν από πάνω του και λίγο παραπάνω.
YOU ARE READING
l'appel du vide
Teen FictionΣτο οποίο, δύο άνθρωποι με το ίδιο (περίπου) όνομα και πολύ διαφορετικές προσωπικότητες βρίσκουν ένα ουτοπικό παράθυρο μέσα στον δυστοπικό κόσμο όπου ζουν.