Eισαγωγή

292 28 5
                                    

    Προχωρούσα με αργά βήματα, προσέχοντας να μη τρίξει το ξύλινο πάτωμα από το βάρος μου. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και προσπαθούσα να μην σκοντάψω πάνω σε κανένα έπιπλο.

     Αυτό το βράδυ ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για να το πάρω και δεν έπρεπε να τα θαλασσώσω. Ανέβηκα στον πάνω όροφο και μπήκα στο πρώτο δωμάτιο δεξιά. Να το. Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με μπεζ τοίχους και βαριές κόκκινες κουρτίνες. Ήταν στη μέση του - κατά τα άλλα - άδειου δωματίου σε έναν ψηλό γυάλινο θόλο. Τον πλησίασα και εναπόθεσα το κρυστάλλινο φύλλο στην κορυφή του. Έκανα ένα βήμα πίσω, και ο γυάλινος θόλος διαλύθηκε με μιας, χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος.

       Έσκυψα και πήρα το μήλο στα χέρια μου, βάζοντας παράλληλα το κρυστάλλινο φύλλο πίσω στην τσέπη μου. Έφυγα αμέσως από το δωμάτιο και πήγα να βγω από το σπίτι, όταν δίστασα. Στο ακριβώς απέναντι δωμάτιο βρισκόταν εκείνη. Άραγε μπορούσα να τη δω? Το σκέφτηκα για λίγο. Μια μικρή ματιά δε θα έβλαπτε κανέναν, εξάλλου θα ήμουν πολύ προσεχτικός. Άνοιξα αργά την πόρτα της και πήρα μια κοφτή ανάσα όταν την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της.

       Το αχνό φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο της, έλουζε τα μαύρα μακριά μαλλιά της. Φαινόταν τόσο όμορφη έτσι όπως κοιμόταν. Ένιωσα τα κοραλλένια της χείλη να με καλούν προς το μέρος της. Μακάρι να μπορούσα να την κρατήσω στην αγκαλιά μου, να μυρίσω την μυρωδιά των μαλλιών της, να απολαύσω την γεύση των φιλιών της...

       Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου για να αποδιώξω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου. Την κοίταξα για τελευταία φορά, σφραγίζοντας την εικόνα της αγαπημένης μου στο μυαλό μου και βγήκα από το δωμάτιό της. Έφυγα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω μέσα στην άγρια νύχτα. Έπρεπε να παραδώσω το μήλο στην Μαλέφισεντ πριν ξημερώσει.

Τα Τέσσερα Κειμήλια : Το ΓοβάκιWhere stories live. Discover now