Κεφάλαιο 3

222 31 16
                                    

- Είσαι σίγουρη?, με ρώτησε η Χάνα μασουλώντας ένα πατατάκι.
- Ναι, είμαι σίγουρη, είπα για εκατοστή φορά σήμερα.
- Και ποιος μας εγγυάται πως δεν ήταν ένα απλό όνειρο?, ρώτησε δυσπιστά η Άμπερ.
- Εγώ! Μα σας λέω ήταν αληθινό!Ήταν όλα υπερβολικά αληθοφανή για να είναι ένα απλό όνειρο.
Κοίταξα τη Βάλερι για υποστήριξη. Το πρόσωπο της ήταν συνοφρυωμένο και μας άκουγε προσεκτικά.
- Εγώ την πιστεύω τη Σίλβα.
Αναστεναξα από ανακούφιση και απλωθηκα καλύτερα πάνω στο κρεβάτι της Άμπερ. Υποτίθεται πως είχαμε έρθει σπίτι της για να διαβάσουμε όμως εμείς κάναμε ο,τιδηποτε άλλο εκτός από αυτό. Τους είχα μιλήσει λεπτομερώς για το όραμα μου και τους εξήγησα τη θεωρία μου για το γοβάκι.
- Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί το είδες, συνέχισε η Βάλερι.
Ανασηκωσα τους ώμους. Ούτε εγώ ήξερα αλλά αυτό δεν με εμποδίζει από το να το ανακαλύψω.
- Παντως αν είναι αλήθεια κάτι πρέπει να γίνει μέχρι την άλλη Τετάρτη. Τετάρτη δεν είναι σήμερα?, ειπε η Χάνα.
Κουνήσαμε θετικά τα κεφάλια μας και η κάθε μια χάθηκε στις σκέψεις της. Ίσως αν ήξερα ποιος ήταν ο άντρας με τη κοτσίδα, ή έστω αν ακουγόταν το όνομά μιας περιοχής, όλα να ήταν πιο εύκολα.
- Σταμάτα να γεμίζεις το κρεβάτι μου με ψίχουλα, τσιριξε η Άμπερ επαναφεροντας μας στην πραγματικότητα.
- Συγγνώμη, μουρμούρισε η Χάνα με μπουκωμένο στόμα. Τι φταίω εγώ αν εσύ φέρνεις τους πειρασμούς στο δωμάτιο σου?
Η Άμπερ γύρισε τα μάτια αλλά δεν απάντησε. Όσα ψίχουλα και αν γεμίζαμε το κρεβάτι της ποτέ δεν θα σταμάταγε να μας φέρνει λιχουδιές. Θεωρούσε πως πρώτον έπρεπε και οι τέσσερις να παχυνουμε και δεύτερον ήταν της άποψης της πως το διάβασμα μπορούσε να γίνει πιο υποφερτό με μια σοκολάτα γάλακτος για παρέα.
- Δώσε και σε μένα ένα πατατάκι, είπα στη Χάνα αγνοώντας το απειλητικό βλέμμα της Άμπερ. Έτεινα το χερι μου για να το πιάσω όταν ξαφνικά πάγωσα. Δεν μπορούσα να κουνήσω το σώμα μου. Τα κορίτσια δεν το πρόσεξαν και η Χάνα εκνευρισμένη έφαγε η ίδια το πατατάκι που δεν έπιανα. Ένιωσα ένα τράβηγμα στο στομάχι μου και όλα γύρω μου θολωσαν.

Βρέθηκα να κάθομαι με λυγισμενα τα πόδια και το χέρι παρατεταμένο μπροστά από ένα ξύλινο σπίτι. Όταν κατάλαβα πως μπορούσα να κουνηθώ, σηκώθηκα όρθια και κοίταξα γύρω μου. Πού βρισκόμουν? Το σπίτι ήταν χτισμένο μέσα σε ένα δάσος. Τα ψηλά πεύκα και οι ήχοι των ανυποψιαστων πουλιων, μου έδωσαν την εντύπωση ότι βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο μέρος. Για λίγη ώρα δεν άκουγα τίποτα εκτός από το τραγούδι των πουλιών, δε χρειάστηκε όμως να περιμένω για πολύ ακόμα. Μια απαλή γλυκιά Διώνη φωνή ακούστηκε κάνοντας όλους τους άλλους ήχους να σιωπήσουν.
- Πόλη Αναγκουέρα, είπε η γυναικεία φωνή. Κοίταξα γύρω μου όμως δεν είδα κανέναν. Η φωνή συνέχιζε να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα πολλές φορές. Προσπάθησα να φωνάξω αλλά δεν πρόλαβα. Ξανάνιωσα το ίδιο τράβηγμα στο στομάχι μου και σιγά σιγά το σπίτι και το δάσος άρχισαν να εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Mar 30, 2015 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Τα Τέσσερα Κειμήλια : Το ΓοβάκιWhere stories live. Discover now