Κεφάλαιο 2

197 23 7
                                    

Ο αέρας βγήκε σφυριχτός από τα πνευμόνια τους και κοίταζαν η μία την άλλη σαστισμένες.

- Σωστά, είπε η Άμπερ. Έκλεψαν τα κειμήλια και των τεσσάρων μας. Μόνο τα δικά μας. Δεν μπορεί να 'ναι σύμπτωση.

- Ακριβώς!, είπα. Κάτι συμβαίνει εδώ πέρα. Και γιατί να τα κλέψουν? Για λεφτά?

- Πολύ πιθανό, είπε η Χάνα. Ίσως να τα πουλήσουν και να κερδίσουν μια περιουσία.

- Ποιος θα διακινδύνευε ακόμη και τη ζωή του για λεφτά? Αλλά ακόμα και αν είναι έτσι, ποιος είναι τόσο χαζός να τα αγοράσει? Οι αρχές θα τον έπιαναν αμέσως.

Η Βάλερι με κοίταξε αγχωμένη.

- Αν δεν είναι για λεφτά, τότε γιατί είναι? Σίλβια, νομίζω πως αυτή είναι η καλύτερη εκδοχή που θα πρεπε να σκεφτούμε.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου αλλά χιλιάδες σκέψεις άρχισαν να περνούν από το μυαλό μου.

- Όταν μας έκλεψαν το γοβάκι, είχα ξυπνήσει έχοντας ένα κακό προαίσθημα, είπε η Χάνα. Εσύ ένιωσες τίποτα?

Προσπάθησα να σκεφτώ αν υπήρχε κάποια στιγμή το βράδυ που να ένιωσα την απώλεια του μήλου. Συνοφρυώθηκα όταν διαπίστωσα πως είχα ανύσηχο ύπνο.

- Βασικά, δεν κοιμήθηκα και πολύ καλά. Όλο το βράδυ στριγογύριζα στο κρεβάτι μου. Όμως..., έκανα μια παύση προσπαθώντας να βρω τα κατάλληλα λόγια να εκφραστώ. Κάποια στιγμή, για πολύ λίγο, για λεπτα ίσως? Δεν ξέρω. Το θέμα είναι ότι ένιωσα μια περίεργη θέρμη να κατακλύζει το κορμί μου. Και το κατάλαβα, παρόλο που κοιμόμουν και ένιωσα...παράξενα...ένιωσα ολοκληρωμένη. Μετά ο ανύσηχος ύπνος επέστρεψε.

- Μάλλον το ένιωσες, είπε η Βάλερι και τίναξε τα μακριά κατσαρά μαλλιά της πίσω από τους ώμους της. Και εγώ είχα ανύσηχο ύπνο το βράδυ που μας έκλεψαν το αδράχτι.

Αναστέναξα ελπίζοντας πως τα κειμήλιά μας θα βρίσκονταν σύντομα. Το κουδούνι χτύπησε ενημερώνοντας μας να μπούμε για μάθημα. Λίγο πριν χωριστούμε τα κορίτσια μού έριξαν ανύσηχα βλέμματα. Με ενοχλούσε που ανυσηχούσαν τόσο πολύ για μένα. Θέλω να πω, δεν ήμουν κανένα μικρό κοριτσάκι, ήμουν δεκαεπτά χρονών. Δεν χρειάζομαι πλέον το μήλο για να παραμείνω δυνατή. Ελπίζω.

                                                                              ***

      Σχεδόν σύρθηκα ως το δωμάτιο των γονιών μου. Καυτά δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου.

Τα Τέσσερα Κειμήλια : Το ΓοβάκιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora