κεφάλαιο 10

28 4 0
                                    





Η Λουσία είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει την οροφή του κρεβατιού της. Όταν άνοιξε τα μάτια της και κατάλαβε πως είχε ξημερώσει ξαφνιάστηκε που κατάφερε να κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Μετά την επεισοδιακή βραδιά που πέρασε γεμάτη αμηχανία, είχε πειστεί πως δεν θα έκλεινε μάτι, αν και ευτυχώς είχε άδικο και την παρέσειρε ένας ύπνος χωρίς όνειρα.

Από την στιγμή που έφτασε ο Ερρίκος με την οικογένεια του στο παλάτι ένιωθε σαν κάτι να υπάρχει στην ατμόσφαιρα που δεν ήξερε με ποιόν τρόπο να το χαρακτηρίσει. Θυμήθηκε πόσο ωραία περνούσαν μαζί ως παιδιά και μετέπειτα ως έφηβοι, και η νοσταλγία την χτύπησε όταν δεν την περίμενε, αλλά τώρα μίλησαν μόνο τυπικά και αυτός την κοιτούσε αλλιώς, όχι όπως ο δεκαπεντάχρονος εαυτός του. Και δεν είχε αποφασίσει ακόμα πώς θα αντιμετώπιζε αυτόν και τα βλέμματα του, αν συνεχίζονταν.

  Αναγκαστικά σηκώθηκε όταν ήρθαν οι υπηρέτριες και τις άφησε να κάνουν την δουλειά τους χωρίς να πει τίποτα. Αφού πήραν την άδεια να φύγουν, αρκετά αργότερα, η Λουσία τις παρακολουθούσε να κατευθύνονται στην πόρτα, ακουμπισμένη δίπλα στο παράθυρο. Όταν όμως την άνοιξαν, οι κοπέλες βρέθηκαν μπροστά στο πρίγκιπα Ερρίκο που περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του, να κοιτάζει σοβαρός.
"Πάντα, την πιο ακατάλληλη ώρα", σκέφτηκε η πριγκίπισσα.

"Γιατί δεν χτύπησες;"
Η Λουσία του είπε να περάσει, αφού θύμισε με εκνευρισμένη φωνή στις υπηρέτριες ότι έπρεπε να κάνουν στην άκρη και να φύγουν. Η ίδια ωστόσο παρέμεινε δίπλα στο παράθυρο, με τον Ερρίκο τώρα λίγα βήματα μακριά της.
"Σκεφτόμουν πώς να σου πω αυτά που θέλω".
Την έκανε να συνοφρυωθεί, κάτι που ο πρίγκιπας δεν είδε, γιατί είχε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο.
"Βασικά, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, πολλές ώρες σκέφτομαι τι θέλω να σου πω και πώς να ξεκινήσω".
Αντιλαμβανόταν ότι έχει χαθεί στις σκέψεις του, όμως αυτή την φορά εκείνη ήταν που δεν είδε τις παλαμες του που είχαν ιδρώσει ελαχιστα και τις σκούπιζε από νευρικότητα στο πίσω μέρος του σακακιού του.

"Και...κατέληξες κάπου;"
Πρόσεχε τις λέξεις της, θέλοντας να τον βοηθήσει να εκφραστεί.

"Όχι ακριβώς. Αλλά τώρα δεν έχει σημασία".
Την κοίταξε απότομα με μια αποφασιστικότητα που η Λουσία δεν περίμενε να δει τόσο ξαφνικά. Εκείνος έκανε δύο βήματα προς το μέρος της.

Σε Λάθος ΚαιρούςTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon