Μέρος Πέμπτο

17 3 1
                                    

«Τί θα του κάνετε;» η σκέψη του ήταν μονίμως στον Φρίντριχ. Τον γνώριζε χρόνια ολόκληρα. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί ενηλικιώθηκαν και μαζί προχωρούσαν με τα πιο τρελά σχέδια με ένα όνειρο κάποια στιγμή να πλεύσουν μακριά από την ήπειρο με όσο χρυσάφι θα μπορούσε ποτέ να χωρέσει σε ένα μόνο πλοίο.
«Ό,τι αρμόζει σε απατεώνες και κλέφτες» απάντησε ο Κόραλ κλειδώνοντας τις χειροπέδες γύρω από τους καρπούς του Ντέιβ και κρατώντας τον πλέον από τη μακριά αλυσίδα.
«Κρεμάλα» αναστέναξε γνωρίζοντας ήδη την απάντηση. Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που τον πίεσε να μπουν στο κάστρο και να ακολουθήσουν τις οδηγίες του γράμματος. Πόσο πολύ ήθελε να γελάσει με τον ανόητο εαυτό του. Η σιγουριά του για ακόμα μια φορά αποδείχθηκε εχθρός παρά φίλος. Ένα γράμμα που ένας ξένος, ντυμένος στα μαύρα – διόλου ύποπτο – έχωσε στη τσέπη του τυχαία ένα βράδυ κάτω από τα αχνά φώτα της πόλης. Ο καλός του συνεργάτης είχε κουραστεί να προσπαθεί να του εξηγήσει πως όλο αυτό βρωμούσε από μίλια μακριά. Ακόμα κι ένα παιδί θα δίσταζε στο να το πιστέψει. Μα ήταν όλα εκεί! Η επίσημη σφραγίδα της Συντεχνίας – ακόμα και οι κλέφτες έπρεπε κάπως να κρατάνε τις γραφειοκρατικές τυπικότητες – και το σύνθημα της επίσης: «Η δική τους απληστία θα είναι η δική μας σωτηρία». Τί άλλο έπρεπε να υπάρχει για να το πιστέψει. Έπειτα, του έφερε στο μυαλό εικόνες μια άλλης πατρίδας στην οποία θα ξεκουράζονταν πια και θα ζούσαν ζωή χαρισάμενη με τους θησαυρούς που θα 'δανείζονταν'. Ώρες ολόκληρες δεν τον άφηνε σε ησυχία και στο τέλος τον έπεισε. Έριξε το κεφάλι του προς τα κάτω. Οι λευκές τούφες των μαλλιών του έπεσαν μπροστά από το πρόσωπό του, ίσως να κάλυπταν τα δάκρυα του, ίσως πάλι να έκρυβαν τη ντροπή του. Ναι, τον έπεισε να πέσουν στο στόμα του λύκου.
«Δεν νομίζω πως το χρειάζεσαι αυτό» ο φρουρός άρπαξε κατευθείαν το πανί που κάλυπτε το δεξί του μάτι, αφήνοντας κανένα περιθώριο στον Ντέιβ να αντιδράσει. Η ουλή που αποκαλύφθηκε γύρω από το μάτι του προκάλεσε έναν μορφασμό αηδίας στον Κόραλ. Ενώ το αριστερό ήταν γαλάζιο, εκείνο του αψεγάδιαστου ουρανού, το αδερφικό του ήταν ένα μουντό κίτρινο. Έμοιαζε ξένο και άρρωστο, σχεδόν άχρηστο. Ο Ντέιβ άρχισε να τρέμει όταν αισθάνθηκε τον αέρα να χτυπάει το κάποτε καλυμμένο σημείο ενώ είχε μείνει παγωμένος. Για μήνες το κρατούσε κρυμμένο πίσω από το μεταξωτό μαντήλι, ελευθερώνοντάς το τις λίγες φορές που ο δρόμος τους τους έφερνε μπροστά από κάποιο ποτάμι η λίμνη. Τα παγωμένα νερά πάντα τον χαλάρωναν και μούδιαζαν κάπως την ενόχληση στο μάτι. Έπειτα, το αεράκι εκείνο το ανεπαίσθητο που ο Φρίντριχ πάντα πίστευε πως τον περιτριγύριζε, δρόσιζε το βρεγμένο δέρμα και τον ανακούφιζε από την κούραση. Τί όμορφη ανάμνηση και πόσο μακρινή πλέον. Με θλίψη πλέον προχώρησε μπροστά από τον Κόραλ. Ίσως πάλι να ήταν καλύτερα που το μαντήλι είχε ριχτεί. Σαν την αυλαία έπειτα από την παράσταση. Αν αυτό ήταν το τέλος και για τους δυο τους, τότε έπρεπε να μείνουν ενωμένοι και να το παρακολουθήσουν.
«Το καλό που σου θέλω να αφήσεις την καλύτερη εντύπωση στους καλεσμένους. Όλοι περιμένουν να εντυπωσιαστούν από τον μεγάλο θησαυρό του άρχοντα. Μην τους απογοητεύσεις» η τραχιά φωνή του Γκρέγκορυ έφτασε στα αυτιά του και γύρισε να τον κοιτάξει τινάζοντας τις τούφες στο πλάι.
«Το κοινό μου ή το αφεντικό σου;» απάντησε με ένα ειρωνικό βλέμμα.
«Και τους δύο» τον έσπρωξε προς την μεγαλοπρεπή πόρτα. «Αυτή η συμπεριφορά σου κάποια στιγμή θα προκαλέσει και το τέλος σου. Όποιος τυχερός καταφέρει να σε αγοράσει, δεν θα είναι όσο επιεικής όσο εμείς. Αν φυσικά ενδιαφερθούν να σε αποκτήσουν. Βέβαια, στη θέση τους θα έδινα ό,τι πολυτιμότερο είχα για να σε προσθέσω στη συλλογή μου. Το είδος σου είναι ... σπάνιο θα έλεγα».
Ο Ντέιβ γέλασε δυνατά «Και λίγα λες! Ζήτημα είναι αν θα συναντήσω κανέναν σαν και του λόγου μου στα λίγα χρόνια που είμαι ζωντανός! Είμαι τρομερό κελεπούρι. Αλλά λύσε μου αυτή τη μικρή απορία, εφόσον φαίνεται να γνωρίζεις πολύ καλά την αξία μου, γιατί δεν πείθεις τον άρχοντά σου να με κρατήσει; Πόσο ανάγκη έχει τα βρώμικά τους λεφτά;» ο Γκρέγκορυ δεν μίλησε. Περισσότερο από ό,τι νομίζεις, ήθελε να απαντήσει αλλά προτίμησε να κρατήσει αυτή τη μικρή αλήθεια για τον εαυτό του. Ο νεαρός ξεφύσησε ανασηκώνοντας τους ώμους του «Ας μην τους κρατάμε σε αγωνία. Ο κόσμος πρέπει να με γνωρίσει!»
Ο Γκρέγκορυ κοίταξε καλά τον Ντέιβ, ενώ προσπαθούσε να διαβάσει πίσω από τον αλαζονικό του χαρακτήρα. Είχε ακούσει για την συμπεριφορά τους και πόσο παρασέρνονταν από την υπερβολική πίστη στις ικανότητές τους. Τον εκνεύριζε η ευθυμία στο πρόσωπό του, όσο κάλπικη και να ήταν.
«Θα έφερνα και τον συνεργάτη σου να παρακολουθήσει πώς η απληστία τους θα σε κατακρεουργήσει» θα τον διέλυε ψυχολογικά. Θα τον μετέτρεπε σε εκείνο το άψυχο πλάσμα που του άρμοζε. « Μα ο Άντερσον ήταν αρκετά ανυπόμονος στο να ταΐσει το σάπιο του κρέας στα σκυλιά».
Αλλά, ο κλέφτης συνέχισε να χαμογελάει. Δεν χαιρόταν όμως ούτε για την κατάληξη του σχεδίου τους, ούτε για την μοίρα που τον περίμενε. Ήταν ενθουσιασμένος που για πρώτη φορά έπειτα από μήνες μπορούσε να δει, και αυτό που έβλεπε ακύρωνε τα δηλητηριασμένα ψέματα του Γκρέγκορυ. Μονάχα ο Κόραλ από την άκρη στην οποία στεκόταν μπορούσε να παρατηρήσει την ανεξήγητη ζωντάνια στο δεξί μάτι του Ντέιβ και θα ορκιζόταν πως έβλεπε κάποιον να τρέχει.

Δημοπρασία ΚλεφτώνWhere stories live. Discover now