Part 4

310 24 10
                                    

       Η Νεφέλη έκλεισε το νερό από το μπάνιο και άνοιξε τα μάτια της. Πλέον ένιωθε ήρεμη και για λίγα λεπτά είχε καταφέρει να ξεχαστεί, να αδειάσει το μυαλό της από οποιαδήποτε σκέψη και εικόνα.
      Βγήκε από το μπάνιο σιγά σιγά και πέρασε μια μεγάλη λευκή πετσέτα γύρω από το σώμα της.
     Σκούπισε με το χέρι της τους υδρατμούς από τον καθρέφτη μπροστά της. Τα μαλλιά της έπεφταν μακριά όσο ποτέ άλλοτε πάνω στους ώμους της και είχαν κολλήσει βρεγμένα στο πρόσωπο της. Κοιτούσε τον εαυτό της για λεπτά ολόκληρα και τα λόγια της Μάγια είχαν έρθει στο μυαλό της. Είχε δίκιο, ούτε εκείνη ήταν η ίδια πια, είχε μεγαλώσει, το πρόσωπο της είχε αλλάξει.
      Έκλεισε τα μάτια της και χωρίς να ρίξει άλλο ένα βλέμμα στο είδωλο της βγήκε από το μπάνιο και μπήκε στο δωμάτιο της.
       Εκεί όμως την περίμενε μια έκπληξη. Είδε τον Λούι να ξαπλώνει στο κρεβάτι της με τα χέρια του πίσω από το κεφάλι να την κοιτάει με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Η Νεφέλη έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένη που τον έβλεπε μπροστά της, ήταν ακόμα νωρίς για να έχει έρθει από τώρα και δεν περίμενε με τίποτα να τον δει.
《Ήλπιζα να έβγαινες χωρίς πετσέτα γύρω σου από το μπάνιο》 της είπε και το χαμόγελο του έγινε πιο πονηρό.
《Δεν θα έβλεπες κάτι που δεν έχεις ξανά δει》 του είπε η Νεφέλη με την ίδια ειρωνεία και εκείνος απότομα σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της. Την έπιασε σφιχτά από τους γοφούς και την κόλλησε πάνω του, όμως η Νεφέλη έβαλε τα χέρια της πάνω στο στήθος του για να κρατήσει μια μικρή απόσταση ανάμεσα τους.
《Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να το ξανά δω》 της είπε και εκείνη σήκωσε το κεφάλι της για να μπορέσει να τον κοιτάξει.
      Τα όμορφα γκριζογάλανα μάτια του έλαμπαν και το χαμόγελο του είχε χαθεί πια. Μιλούσε σοβαρά και το βλέμμα του την κάρφωνε με τέτοιον τρόπο που έδειχνε στην Νεφέλη πόσο πολύ την ήθελε, πόσο πολύ την είχε ανάγκη δίπλα του.
      Τα μάτια του ήταν η αδυναμία της, την έκαναν ευάλωτη στα χέρια του και πλημμύριζαν το μυαλό και την καρδιά της μόνο με την εικόνα του, την γεύση των χειλιών του και κάθε του άγγιγμα.
《Λούι εγώ. Εγώ》 είπε η Νεφέλη σκύβοντας το κεφάλι της για να αποφύγει το βλέμμα του. Άρχισε να νιώθει άσχημα που πριν λίγο το μόνο που ήθελε ήταν να δει κάποιον άλλον. Τον είχε ξανά, είχε τον Λούι ξανά δίπλα της κι όμως δεν το εκτιμούσε, ήθελε κι άλλα. Πλέον ήθελε κι άλλα.
       Ένιωσε τα δάχτυλα του να την πιάνουν απαλά από το πηγούνι και σηκώνοντας το την ανάγκασαν να τον κοιτάξει ξανά στα μάτια. Όταν είδε την ανησυχία στο βλέμμα του πάγωσε, ήταν τόσο όμορφος όταν ανησυχούσε, ήταν τόσο γλυκός έτσι όπως την κοιτούσε με τα μάτια του ορθάνοιχτα και τα χείλη του να τρεμοπαίζουν. Ένιωσε ηλίθια που δεν εκτιμούσε που τον είχε κοντά της ξανά.
《Νεφέλη πες κάτι, νομίζω ότι θα σπάσει η καρδιά μου από την ανησυχία》της είπε και εκείνη έβαλε σιγά σιγά την παλάμη της πάνω στην καρδιά του. Ένιωσε τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς του κάτω από το χέρι της και δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της, τα συναισθήματα ήταν εκεί, ριζωμένα μέσα της και ότι κι αν πίστευε ότι ήθελε δεν μπορούσε να την κάνει να μην τον αγαπάει, να μην τον θέλει στο πλευρό της.
《Ένιωσες ποτέ ότι με χάνεις Λου;》 τον ρώτησε και σταμάτησε να ακούει την ανάσα του.
     Σήκωσε το βλέμμα της ξανά και τον είδε παγωμένο να την κοιτάει χωρίς να παίρνει ανάσα.
《Ένιωσες ποτέ ότι είναι άδικο για σένα να με περιμένεις;》 τον ρώτησε ξανά και ένιωσε τα χέρια του απότομα να την πιάνουν από τα μπράτσα και να την τραβάνε μακριά του για να μπορεί να τον κοιτάξει ευθεία στα μάτια.
《Όχι! Αδικημένος δεν ένιωσα ποτέ Νεφ, ποτέ. Πληγωμένος ναι, ίσως και λίγο απογοητευμένος κάποιες στιγμές. Όμως ποτέ δεν σταμάτησα να σε περιμένω αν αυτό προσπαθείς να με ρωτήσεις》 της είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του και την άφησε από τα χέρια του γυρνώντας πλάτη. Έκανε δυο βήματα μπροστά και πέρασε τα χέρια του μέσα στις τούφες των μαλλιών του.
《Υπήρχαν στιγμές που σταμάτησες να με αγαπάς;》 τον ρώτησε χωρίς να καταλάβει το πως κατάφεραν οι λέξεις να βγούμε από το στόμα της.       Ο Λούις γύρισε και την κοίταξε χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι τον ρωτούσε κάτι τέτοιο, όμως κατάφερε να ηρεμήσει τον εαυτό του.
《Όχι Νεφέλη, δεν νομίζω ότι κατάφερα να μην σε αγαπάω. Προσπάθησα δεν θα σου πω ψέματα, προσπάθησα μήπως καταφέρω να πονάω λιγότερο. Όμως το να μην σε αγαπάω μου ήταν αδύνατον》της είπε και πριν προλάβει καλά καλά να γυρίσει προς το μέρος της η Νεφέλη όρμησε στην αγκαλιά του και μαζί έπεσαν πάνω στο κρεβάτι που ήταν πίσω τους.
《Συγγνώμη Λούι. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει και αμφιβάλω για σένα》 του είπε και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του.
      Εκείνος δεν είπε τίποτα άλλο, πέρασε τα χέρια του γύρω της και άρχισε να παίζει με τις άκρες των μαλλιών της που ήταν ακόμα βρεγμένα.
     Έμειναν έτσι για λίγα λεπτά,  αγκαλιά χωρίς να μιλάνε όταν ο Λούις ανασήκωσε το σώμα του στηρίζοντας το βάρος του στους αγκώνες.
《Μου είπες χθες ότι ήθελες να μάθεις τις καινούργιες μου συνήθειες. Άντε λοιπόν ετοιμάσου να μάθεις πως περνάω τις νύχτες μου κάθε Παρασκευή》 της είπε και εκείνο το εύθυμο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά στο πρόσωπο του.

Ghost Of You: AwakeningOù les histoires vivent. Découvrez maintenant