Μια κατάλευκη σελίδα, και πέντε δάχτυλα που περιμένουν.
Θυμούνται, νιώθουν, νοσταλγούν.
Τα ταξίδια που έκαναν επάνω στο κορμί σου. Τον τρόπο που μπερδεύονταν με τα δικά σου. Τις περιπλανήσεις τους στο δάσος των μαλλιών σου.
Μα σήμερα δεν είσαι πια εδώ. Κι αυτό το σήμερα δε λέει να τελειώσει. Κι έτσι πιάνουν το στυλό κι αρχίζουν να χορεύουν αργά και μελαγχολικά. Μιλούν στην απουσία σου, ψάχνουν λέξεις για την ομορφιά σου, κι η σελίδα αρχίζει να γεμίζει...
...Χμ. Παπάρια γεμίζει...
Άδεια την κόβω τελικά...
Τσαλάκωσε το καταραμένο χαρτί και το πέταξε στο καλάθι. Φυσικά αστόχησε, εν μέρει βέβαια, αφού το καλάθι το πέτυχε, αλλά στο πλάι, αναποδογυρίζοντάς το και γεμίζοντας τον τόπο αποτσίγαρα και στάχτες. Βλαστημώντας θεούς και δαίμονες, τράβηξε το τελευταίο του τσιγάρο από το πακέτο και βγήκε στα τέσσερα πλακάκια που οι αλιτήριοι κάτοικοι αυτής της πόλης επέμεναν να αποκαλούν μπαλκόνι. Πέρασε τα επόμενα δύο λεπτά βήχοντας. Τελικά όσο βαρύ και τσατισμένο στιλάκι και να έχεις, δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να το ανάβεις το ρημάδι από την μεριά του φίλτρου.
Δεν ήταν Τρίτη (απεναντίας, ξημέρωνε Δευτέρα) και ούτε είχε δεκατρείς ο μήνας. Μα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Άλλωστε ποτέ του δεν υπήρξε προληπτικός. Αφού το σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε ότι τίποτα δεν θα του πήγαινε καλά αυτή τη μέρα. Κάποιος τον είχε μουντζώσει, δεν εξηγούνταν αλλιώς.
Προσπάθησε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε πατήσει το πόδι του στα αμφιθέατρα της σχολής, στην οποία φημολογούνταν ότι σπούδαζε. Απέτυχε παταγωδώς και, μιας και η μέρα ήταν ούτως η άλλως κατεστραμμένη, πήρε την μεγάλη απόφαση. Σήμερα θα παρακολουθούσε τα μαθήματά του σαν καλός φοιτητής. Μπήκε στο αχούρι που ονόμαζε σπίτι, χωρίς να παραλείψει να σκοντάψει στο καλάθι που είχε πέσει κάτω, και άρχισε να ετοιμάζεται.
Πηγαίνοντας προς την έξοδο της πολυκατοικίας το μάτι του έπεσε στα γραμματοκιβώτια, και είδε τον χειρότερο εφιάλτη του να γίνεται πραγματικότητα. Πλησίασε και με τρεμάμενα χέρια άνοιξε τον φάκελο που έγραφε με μεγάλα απειλητικά γράμματα ΟΤΕ.
Στοιχεία πελάτη : Φαίδωνας Ελευθερίου
Κλήσεις: 85 Ευρώ
Εφάπαξ και περιοδικά τέλη: 71 Ευρώ
ΦΠΑ: 30 Ευρώ
Συνολικό ποσό πληρωμής: 186 ΕυρώΥπάρχουν σίγουρα πολλές λέξεις στην ελληνική γλώσσα, αλλά το να περιγραφεί το βλέμμα του Φαίδωνα την ώρα που διάβαζε το ποσό είναι μία σαφέστατα δύσκολη υπόθεση. Νούμερα άρχισαν να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του. Τα 186 του ΟΤΕ, τα 89 της ΔΕΗ που ήρθε την προηγούμενη βδομάδα, και καμία πεντάρα ακόμα νούμερα τον είχανε περικυκλώσει. Άσπρα χαρτιά λογαριασμών χόρευαν περιπαικτικά τριγύρω του, ενώ θα ορκιζόταν ότι ο διάδρομος της πολυκατοικίας είχε αρχίσει να περιστρέφεται.
Ακούμπησε στον τοίχο και προσπάθησε να πάρει μια ανάσα και να ξεπεράσει το σοκ, όταν άκουσε ήχο κλειδιών από την πόρτα του διαμερίσματος του ισογείου. Σαν σίφουνας διέσχισε τα σκαλιά που τον χώριζαν από την έξοδο και χάθηκε στρίβοντας στην γωνία του δρόμου. Είχε να συναντήσει μπροστά του τον διαχειριστή πάνω από τέσσερις μήνες και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος που είχε πάρει αυτή την απόφαση. Ένας θεός ξέρει πόσα θα ήταν τα κοινόχρηστα που χρωστούσε.
Κοίταξε την στάση του λεωφορείου στα δεξιά του και το περίπτερο στα αριστερά. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις το αμφιθέατρο δεν του φαίνονταν πλέον και τόσο καλή ιδέα.
«Δουλειά», σκέφτηκε. «Πρέπει να βρω δουλειά και πρέπει να την βρω σήμερα»
Άνοιξε το πορτοφόλι του, έβαλε τον λογαριασμό του ΟΤΕ στην παραφουσκωμένη θήκη με τα χρέη, προσπέρασε την μονίμως άδεια θήκη για τα χαρτονομίσματα, και κατέληξε στο τσεπάκι των ψιλών. Μάζεψε ότι φραγκοδίφραγκα του είχαν απομείνει μετά από έναν ακόμη μήνα φοιτητικής ζωής, και κάρφωσε τα μάτια του στον περιπτερά
«Ένα πακέτο Lucky Strike», είπε «και μία εφημερίδα με αγγελίες.»
YOU ARE READING
Ο φοιτητικός βίος του Φαίδωνα
HumorΣτα 19 του, ο Φαίδωνας ζει το όνειρο κάθε εφήβου. Έχει αφήσει το πατρικό του στην Ρόδο, και σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη. Όταν όλα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά, αναγκάζεται να επιστρατεύσει όλη του την πονηριά, προκειμένου να μετατρέψει μια σειρά από...