Μια συμβουλή από τον αδελφό

456 42 8
                                    

Το τραγουδάκι αν θέλετε! Καλή ανάγνωση!



Ήταν πρωί πλέον και το πλήρωμα είχε αρχίσει να ξυπνά. Δεν ήξερα να πω την αλήθεια ακριβώς που βρισκόμαστε, μου ήταν αρκετά άγνωστα τα νερά. Για αυτό ζήτησα βοήθεια από τον Κόπανο. 

Πήγα προς το αμπάρι, άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα κάτω. Τον είδα να κάθεται και να παίζει με την βελόνα που είχα ξεχάσει χθες.

Πάω προς το μέρος του. '' Σήκω. '' Του λέω και εκείνος με κοιτά περίεργος και ειρωνικά. '' Το εννοώ. Η κωλοπυξίδα δεν με βοηθά εδώ. ''

Εκείνος με κοιτά, χαμογελώντας. '' Θες την βοήθειά μου; '' Με ρωτά και εγώ τον αγριοκοιτάω, σφίγγοντας το σαγόνι μου.

'' Θα βοηθήσες εσύ το τομάρι σου αν σηκωθείς τώρα και έρθεις μαζί μου πάνω. '' Λέω και εκείνος αναστενάζει και σηκώνεται.

Βγαίνουμε στο κατάστρωμα και πάμε στο πυδάλιο. Εκείνος κοιτά γύρω, προσπαθώντας να προσανατολιστεί.

Ξαφνικά, πιάνει το πυδάλιο και το στρίβει. Εγώ τον σταματάω. '' Για στάκα, Κόπανε. Ξέρεις πού πάμε; '' Τον ρωτάω και εκείνος με κοιτά.

'' Πρώτων μην με λες Κόπανο, έχω και ένα όνομα. Δεύτερον πού πάμε; '' Με ρωτά και εγώ κοιτά ασυνήδιτα την πυξίδα, κάτι τελείως χαζό, αφού μου είναι προς το παρόν άχρηστη. Το καταραμένο βέλος δείχνει προς τον Κόπανο. Sorry, εννοούσα τον Κώστα-Κόπανο. Επειδή έχω και τρόπους.

'' Συγκαπούρη. '' Απαντώ. Έτσι είχαμε κανονίσει και από εκεί θα πηγαίναμε στην Πηγή, που ήταν αρκετά κοντά, σύμφωνα με τον Τζακ.

Εκείνος με κοιτά περίεργος. '' Τι θες εκεί; '' Με ρωτά και εγώ ξεφυσώ νευριασμένη. Ποτέ δεν μου άρεσε να με ρωτούν πώς και γιατί. Το να γίνω πειρατής, ήταν μια διαφυγή για μένα, επειδή κανείς δεν θα με ρωτούσε και έκρινε για τις πράξεις μου. Εξάλλου, ήταν γνωστό ότι οι πειρατές έκαναν ότι ήθελαν. Θα μπορούσα να διαλέξω κάτι άλλο, όμως προτημούσα να είμαι αυτό. Εξάλλου, ποτέ δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην γλυκιά μυρωδιά της θάλασσας.

'' Έχουμε κάτι δουλειές. '' Του λέω, χαμογελώντας. '' Και σε ενδιαφέρουν πολύ αυτές οι δουλειές, οπότε τελείωνε. '' Του λέω και εκείνος αναστενάζει και γυρίζει ξανά το πυδάλιο, κατευθύνοντας το πλοίο προς την Σιγκαπούρη.

Τα ταξίδι θα έπαιρνε αρκετή ώρα. Μία μέρα σίγουρα. Έτσι, το βράδι, οι μόνοι που είχαμε μείνει στο κατάστρωμα ήταν εγώ και ο Κώστας. Όλοι οι άλλοι ήταν στην μεγάλη καμπίνα τους και πίνανε, ενώ εγώ κατεύθυνα το πλοίο και εκείνος κοίταζε την θάλασσα.

Εχθρικός Έρωτας (ολοκληρωμένο)Onde histórias criam vida. Descubra agora