Κεφάλαιο 3

91 15 25
                                    

    Άλλο ένα βράδυ που η δεκαεφτάχρονη νεαρή κοπέλα δεν είχε κλείσει μάτι. Στεκόταν για ώρες ολόκληρες, κρυμμένη πίσω από την λευκή κουρτίνα του δωματίου της να κοιτά αφηρημένα  την Ακρόπολη που ξεδιάντροπα κυμάτιζε η ναζιστική σημαία. Έμενε στην συνοικία Μακρυγιάννη σε ένα υπέροχο νεοκλασικό σπίτι νότια της πλατείας του Συντάγματος. Ο αέρας έφερνε στα αυτιά της ήχους από τα γέλια των στρατιωτών ανάμεικτα με γερμανικές ομιλίες στην βάρβαρη αυτή γλώσσα που κατά έναν περίεργο τρόπο είχε μάθει με ευκολία. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από την έλλειψη του ύπνου με μαύρους κύκλους ενώ τα λεπτά πόδια της πονούσαν από την πολύωρη ορθοστασία. Η ίδια όμως προτιμούσε την συγκεκριμένη ταλαιπωρία παρά τον ύπνο που θα της έφερνε στο νου τρομακτικές εικόνες.
  Θα της έφερνε στο μυαλό την σκηνή του θανάτου του πατέρα και του μεγάλου της αδελφού, την στιγμή που διάβασαν με την μητέρα της, την Ολυμπία τα ονόματα τους στην λίστα με τους πεσόντες του ελληνοιταλικού πολέμου. Η Νανά είχε ξεσπάσει σε γοερά κλάματα φωνάζοντας σπαρακτικά τον πατέρα και το όνομα του αδελφού της αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω της, με την μητέρα της  να την σφίγγει στην αγκαλιά της . Τόσο δυνατά που πόνεσε αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Μα περισσότερο από όλα την τρόμαζαν οι εφιάλτες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε δει το πρόσωπο του πατέρα της άψυχο με τα μάτια ανοιχτά και την στολή του μέσα στο αίμα ή τον αδελφό της με ωχρό πρόσωπο με αίμα να αναβλύζει από το στόμα και την μύτη του, πεσμένος μέσα στα χώματα. Από εκεί και πέρα,τα πάντα άλλαξαν δραματικά στην ζωή τους. Η Ολυμπία που ήταν μια χρυσοχέρα γυναίκα της οποίας τα κεντήματα και τα τραπεζομάντιλα ήταν ξακουστά για τα σχέδια και την ποιότητα των υφασμάτων της, πούλησε τα τελευταία της έργα σε μεγαλοκυράδες της δήθεν καλής κοινωνίας. Ακόμη, και τα ρούχα της πούλησε με δάκρυα στα μάτια κρατώντας μόνο τα μαύρα για τον εαυτό της όπως άρμοζε σε μια χήρα. Οι τοίχοι ήταν πια γυμνοί από πίνακες ζωγραφικής όπως και  τα πατώματα από τα βαριά περσικά χαλιά. Τα χέρια και ο λαιμός της άδεια από χρυσαφικά μα η καρδιά της γεμάτη από ανησυχία για το μέλλον της κόρης της.
Όλα τα πολύτιμα αντικείμενα πήγαν στα χέρια μαυραγοριτών που ήταν σκληροί και άπληστοι και δύσκολα έβαζαν το χέρι στην τσέπη για να της δώσουν κάτι παραπάνω. Πλέον, είχαν φθάσει στην εποχή που με τρεις τενεκέδες λάδι μπορούσες να αγοράσεις ολόκληρη πολυκατοικία. Η Ολυμπία θυσίασε ό, τι είχε και δεν είχε το σπίτι της και αγόρασε φαγητό για την κόρη της που είχε χάσει πια την όρεξη της. Ευτυχώς, η Μελπομένη η υπηρέτρια φρόντιζε να κρατά το μεγάλο σπίτι καθαρό με μαγειρεμένο φαγητό και φυσικά της επιτρεπόταν η παραμονή της στο ξενώνα του σπιτιού αφού χρήματα για μισθό ούτε για αστείο δεν υπήρχαν.
Σκληρός λαός οι Γερμανοί, σκληρή η κατοχή μα ακόμη σκληρότερη η πείνα. Ήταν Δεκέμβριος του 1942 και η Νανά συχνά έβλεπε καρότσια με πτώματα που τα μάζευαν οι άνθρωποι από τον δρόμο. Έπαψε πια να βγαίνει έξω ακριβώς για αυτό τον λόγο. Δεν ήθελε να δει την πόλη που είχε περάσει μια ξένοιαστη παιδική ηλικία σε αυτά τα χάλια. Δεν ήθελε να δει άλλα πτώματα πεταμένα και άταφα στους δρόμους, ζωάκια χτυπημένα, γδαρμένα και φοβισμένα που με τα ματάκια τους παρακαλούσαν τους περαστικούς για ένα χάδι ή για λίγο φαγητό, δεν ήθελε να δει τον λόχο από αποστεωμένα παιδιά που περίμεναν πώς και πώς τους παπάδες να βγουν στο προαύλιο της εκκλησίας με το κόκκινο πανεράκι που περιείχε τα αντίδωρα. Και ακόμη περισσότερο δεν ήθελε να δει τους ανοιχτόχρωμους στρατιώτες του δαίμονα που ονομαζόταν Χίτλερ να σουλατσάρουν στην πόλη βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες, τρώγοντας σε ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια με τα ακριβά τους τα κοστούμια και την περιποιημένη τους εμφάνιση . Τους μισούσε. Μισούσε τον τρόπο που περπατούσαν με τόση αυτοπεποίθηση σαν να τους ανήκε ο κόσμος, τον τρόπο που μιλούσαν στους υπαλλήλους λες και ήταν υπηρέτες, τον τρόπο που συμπεριφέρονταν λες και τα πάντα τους ανήκαν. Απορούσε πώς μπορούσαν να ξυπνούν, να κοιμούνται, να ζουν με το αίμα χιλιάδων αθώων ανθρώπων στα εγκληματικά τους χέρια.
Οι σκέψεις της διακόπηκαν από ένα απαλό χτύπημα στη πόρτα. Το καστανό κεφάλι της Μελπομένης ξεπρόβαλλε από το άνοιγμα της πόρτας με ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο της.
««Δεσποινίς, η μητέρα σας σάς περιμένει κάτω στο σαλόνι. Θέλει να μιλήσετε.»» ενημέρωσε με χαμηλή φωνή η γυναίκα.
««Εντάξει Μελπομένη ευχαριστώ για την ενημέρωση, θα πάω κάτω τώρα. Πήγαινε να ξεκουραστείς»» την προέτρεψε γλυκά με την υπηρέτρια να κάνει μια υπόκλιση και να αποχωρεί αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Πάντα μιλούσε ευγενικά στην υπηρέτρια που έβαλε και εκείνη το δικό της λιθαράκι για να μεγαλώσει σωστά.
  Η Νανά κατέβηκε τρέχοντας την σκάλα. Οι γυμνές της πατούσες την βοηθούσαν να κινείται αθόρυβα. Αμέσως, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι με τους κόκκινους βελούδινους καναπέδες και είδε την Ολυμπία είναι όρθια μπροστά από το γραμμόφωνο. Την υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο το οποίο έσβησε όταν πρόσεξε την εικόνα της που ούρλιαζε παραίτηση από χιλιόμετρα. Τα γαλανά  μάτια της κόρης της  είχαν χάσει την σπιρτάδα τους, τα ξανθά μακριά μαλλιά της χρειάζονταν επειγόντως λούσιμο ενώ ήταν ντυμένη με ένα μακριά μαύρη φούστα, μαύρη δαντελένια μπλούζα και καλσόν, τα ίδια ρούχα που φορούσε και εχθές. Η Ολυμπία τρόμαξε σαν την είδε έτσι. Το κοριτσάκι της είχε αδυνατίσει μα εκείνη δεν θα επέτρεπε να πάθει κάτι, όχι πια ακόμη και αν χρειαζόταν να πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο.
««Παιδί μου κάθισε. Θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι πάρα πολύ σοβαρό.»» Το στεναχωρημένο ύφος της μητέρας της μαζι με τα χέρια της που έτρεμαν καθώς της πρόσφεραν  το πορσελάνινο φλιτζάνι με το τσάι δεν πέρασαν  απαρατήρητα  από την κόρη της. Ήξερε πως αυτά που ήθελε να τις πει αφορούσαν τις δύο τους και διόλου ευχάριστα δεν θα ήταν.
««Μετά τον θάνατο του πατέρα σου και του αδελφού σου, δέχθηκα πολλές πιέσεις. Μια από αυτές ήταν και ο δωσίλογος Δαμιανός  Παλαιολόγου. Μου έκανε πρόταση για γάμο έναν χρόνο μετά τον θάνατο τους, και... δέχθηκα. Αύριο θα κάνουμε μια δεξίωση στο σπίτι μας για αυτό το γεγονός, μου υποσχέθηκε να αναλάβει εκεινος όλα τα έξοδα και θα φέρει μαζί του και μερικούς φίλους του Ναζί από την δουλειά του »» είπε η Ολυμπία κάνοντας αγώνα να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Δεν ήθελε να τον παντρευτεί ούτε να ζήσει μαζί του, δεν ήθελε να ξαπλώσει μαζί του στο ίδιο κρεβάτι που έκαναν έρωτα με τον σύζυγο της, στο κρεβάτι που γέννησε τα παιδιά της. Αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Δεν μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια το ίδιο της το σπλάχνο. Ντρεπόταν.
Η κόρη της είχε μείνει στήλη άλατος. Η Ολυμπία άκουσε το νευρικό της γέλιο και γύρισε έκπληκτη από την αντίδραση της που άγγιζε τα όρια του παραλόγου.
  ««Θα τρίζουν τα κόκαλα του μπαμπά μου και του Αποστόλη αν φέρεις αυτούς τους καταραμένους εδώ! Νομίζεις ότι ο Δαμιανός σε αγαπάει? Όλοι ξέρουμε πως είναι ένας κοπρίτης, λένε τα χειρότερα για αυτόν, να βολευτεί κοιτάζει. Αλλά και εσύ μάλλον δεν είσαι καλύτερη του»» είπε με κλάματα αυτή την φορά τραβώντας τα μαλλιά της προς τα κάτω.
Η Ολυμπία της έριξε ένα δυνατό χαστούκι. Προτίμησε να θυσιάσει την αξιοπρέπεια της παρά να δει την κόρη της με τυμπανισμένη κοιλιά από την αφαγία. Ούτε εκείνης της άρεσε ο Δαμιανός αλλά θα έκανε τον σταυρό της και όπου έβγαινε.
««Αν ζούσε ο πατέρας μου δεν θα τα έκανες αυτά! Με αυτά που λες και θα κάνεις είναι σαν να φτύνεις τους τάφους του, φωτιά θα πέσει να μας κάψει ανάθεμα μας! Οι Γερμανοί έχουν κάνει ολόκληρη Ευρώπη να κλαίει, σου λέει κανένας πως δεν θα υποφέρεις από αυτούς έτσι και τους μπει στο μυαλό να κάνουν κάτι?»» ρώτησε η Νανά πετώντας το φλιτζάνι με το τσάι στον τοίχο δίπλα της. Τα γυαλιά έσπασαν με έναν απαίσιο κρότο και τι καυτό υγρό λέκιασε τον τοίχο.
««Δεν ζει ο πατέρας σου για αυτό τα τραβάμε όλα! Νομίζεις εμένα μου αρέσει που θα δώσω το κορμί μου σε έναν προδότη, σε έναν που δείχνει με το δάχτυλο πατριώτες? Όλα για εσένα τα κάνω αχάριστο πλάσμα που έχεις μείνει πετσί και κόκαλο! Ακόμη και τους δίσκους τους γυρίζεις πίσω ανέγγιχτους, άλλοι θα σκότωναν για να έχουν ένα πιάτο φαγητό!»» της ούρλιαξε. Η Νανά έμεινε άναυδη από το ξέσπασμα και τα λόγια της μητέρας της δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην Ολυμπία να μιλήσει δίνοντας ένα τέλος στην λογομαχία :
« Πρέπει να κάνουμε και εμείς κάτι, να δείξουμε πως είμαστε με την πλευρά των νικητών, με τους Γερμανούς. Αύριο έχουμε δεξίωση και θα παραστεί ο Παλαιολόγος μαζί με τους εκλεκτούς μας καλεσμένους! Όμορφη είσαι δόξα τω Θεώ, λίγη τσαχπινιά χρειάζεται και σίγουρα θα τυλίξεις κάποιον καλό για εσένα, είναι όλοι τους εντυπωσιακοί άνδρες. Άσε κατά μέρος τους δήθεν δισταγμούς, την αξιοπρέπεια και τις ντροπές, από αυτά δεν είδε προκοπή κανένας! Αλλά και τι άλλο να κάνω? Να σε αφήσω να πεθάνεις από την πείνα? Πού στο καλό να πάμε δύο θηλυκά χωρίς κανέναν προστάτη, χωρίς τον αδελφό ή τον πατέρα σου που και οι δύο άφησαν τα κόκαλα τους στην Αλβανία και ούτε ξέρουμε που είναι ο τάφος τους! Άσε τα κλάματα! Πες στην υπηρέτρια να σου διαλέξει ένα κομψό φουστάνι για το βράδυ και να σου φτιάξει τα μαλλιά, θέλω να είσαι εκθαμβωτική!»» πρόσταξε ψυχρά και αποσύρθηκε στη κρεβατοκάμαρα της. Έβγαλε μια παλαιά ασπρόμαυρη φωτογραφία από ένα συρτάρι και την κοίταξε αναστενάζοντας. ««Θα με συγχωρήσετε άραγε ποτέ?»» αναρωτήθηκε χαιδεύοντας με τα δάχτυλα της τα πρόσωπα του άνδρα της, του Θεόδωρου, την κόρη που ήξερε πως πλήγωσε, την Νανά της και τον γιο της, τον Αποστόλη.
  Η Νανά έκλεισε την πόρτα του δωματίου της με δύναμη. Έκλαιγε και έκλαιγε μέχρι που ένιωσε πως αφυδατώθηκε μα δεν είχε όρεξη να σηκωθεί για να πάει στην κουζίνα να πει ένα ποτήρι με νερό. Και έμεινε εκεί ξαπλωμένη στο δάπεδο με το μάγουλο της να παγώνει από τη χαμηλή θερμοκρασία. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να αγαπήσει κάποιον από την στιγμή που την καρδιά της όλη της την είχαν πάρει οι θάνατοι των αγαπημένων της προσώπων. Αν αγάπη σημαίνει συμβιβασμός τότε δεν την ήθελε, καλύτερα μια ζωή να έμενε μόνη της, τουλάχιστον θα είχε την ησυχία της.
Οι αχτίδες του ήλιου θα φώτιζαν  την πεσμένη μαυροφορεμένη της μορφή ξημερώνοντας μια ημέρα στην οποία εκείνη θα ήταν πρωταγωνίστρια της δικής της τραγωδίας.

Στην φωτογραφία η Νανά.

Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023Where stories live. Discover now