Κεφάλαιο 5

95 15 48
                                    

  Η Νανά βρισκόταν καθισμένη στο μπουντουάρ της κοιτώντας σταθερά το είδωλο της στον καθρέφτη που της ανταπέδιδε το ανέκφραστο βλέμμα της ενώ η Μελπομένη με τα επιδέξια χέρια της έπιανε τα μακριά ξανθά μαλλιά της σε μια πλεξούδα. Το φόρεμα της ήταν σε ένα απαλό ροδακινί χρώμα ενώ από τα αυτιά της κρέμονταν χρυσοί κρίκοι. Τα μάτια της ήταν τονισμένα με λίγο μολύβι ενώ από τα χείλη της δεν απουσίαζε το κόκκινο κραγιόν. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό ενώ ένιωθε σουβλιές στο στομάχι της από το άγχος της. Κοίταξε το δωμάτιο της που ήταν βαμμένο σε ένα απαλό ροζ χρώμα, επιλογή του πατέρα της για την πριγκίπισσα του. Το μπουντουάρ της όπου πάνω βρίσκονταν κάθε λογής κοσμήματα μέσα στις κομψές θήκες τους, τις χτένες που ήταν τοποθετημένες στην σειρά μπροστά από το στρόγγυλο καθρέφτη μαζί με τα καλλυντικά της που δεν της έκανε πια κέφι  να βάλει. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη από μαύρα φορέματα και με δυσκολία κατάφερε να βρει κάποιο με χρώμα. Κοίταξε το μεγάλο διπλό κρεβάτι και το παράθυρο με θέα την Ακρόπολη και αναρωτήθηκε πόσο ακόμη θα είχε την χαρά να μένει εκεί μέσα. Μέσα στα συρτάρια του κομοδίνου της υπήρχε ο πολυτιμότερος θησαυρός. Μια οικογενειακή φωτογραφία μαζί με τα μανικετόκουμπα του μεγάλου της αδελφού και τα γυαλιά του πατέρα της που τα χρησιμοποιούσε όταν διάβαζε την εφημερίδα καθισμένος σε μια πολυθρόνα του σαλονιού. Τα φορέματα, τα παπούτσια και τα κοσμήματα θα τα χάριζε, ήταν μάταιο να τα κρατά για τον εαυτό της από την στιγμή που δεν θα τα χρειαζόταν. Ας τα έδινε τουλάχιστον σε κάποιον που είχε ανάγκη.
Το κουδούνι χτύπησε και γερμανικές ομιλίες ακούστηκαν μαζί με την γυναικεία φωνή της Ολυμπίας που καλωσόριζε τους προσκεκλημένους της μαζί με τον πατριό της. Μόλις τα δειλά βήματα της ακούστηκαν να κατεβαίνουν την σκάλα με τα πόδια της να ασφυκτιούν μέσα στα άβολα ψηλά τακούνια ένιωσε ότι  όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω της επιθεωρώντας την από την κορυφή μέχρι τα νύχια όμως το λάγνο βλέμμα του Παλαιολόγου την τρόμαξε και την σόκαρε ταυτόχρονα. Πλησίασε με ένα προσποιητό χαμόγελο της μητέρα της η οποία κρατούσε αγκαζέ τον άνδρα που ήταν ντυμένος στα μαύρα σαν κοράκι με το κόκκινο  περιβραχιόνιο με την σβάστικα να είναι τυλιγμένο σαν θανατηφόρο φίδι γύρω από το γεροδεμένο μπράτσο του. Ο πολυέλαιος σκορπουσε ένα χρυσαφένιο φως στο μεγάλο σαλόνι όπου λάμβανε χώρα η δεξίωση με σερβιτόρους να πηγαινοέρχοται ισορροπώντας με επιδεξιότητα ποτήρια σαμπάνιας ενώ ένας μπουφές είχε στηθεί στην γωνία. Ζευγάρια στροβιλίζονταν με χάρη χορεύοντας βαλς και ένα γενικότερο κλίμα χαράς υπήρχε κάνοντας την Νανά να αισθάνεται ακόμη πιο άσχημα.
««Με συγχωρείτε για το θάρρος δεσποινίς. Θα θέλατε να μου χαρίσετε αυτόν τον χορό?»» ρώτησε ευγενέστατα ένας νεαρός κύριος με γκριζογάλανα μάτια, ξανθά μαλλιά και ένα γυμνασμένο  σώμα που δεν το έκανες εύκολα. Χρειάστηκε να σηκώσει το κεφάλι της για να τον αντικρίσει δίνοντας του την καταφατική απάντηση που ζητούσε μα και μια τέλεια δικαιολογία να απομακρυνθεί από τον άνδρα που την κοίταζε λες και ήταν ιδιοκτήτης της. 
Εκείνος απαλά άγγιξε την μέση της και πήρε το χέρι της ξεκινώντας να χορεύουν τα βήματα του βαλς. Το κορμί της ήταν σφιγμένο, πράγμα που εκείνος παρατήρησε ωστόσο δεν σχολίασε. Τα μάτια του περιεργάζονταν το πρόσωπο μα και την σταση της. Δεν τον κοιτούσε καν. Ωστόσο, κάτι έπρεπε να κάνει να σπάσει τον πάγο. Η μικρή αυτή του είχε κινήσει το ενδιαφέρον.
««Πώς σας λένε?»»
««Νανά. Εσάς όμορφε κύριε?»» Η Νανά δαγκώθηκε από την πρόταση που ξέφυγε τοσο εύκολα από τα χείλη της ωστόσο εκείνος κολακεύτηκε και της έδωσε ένα αστραφτερό χαμόγελο κάνοντας τη να νιώσει λίγο καλύτερα.
««Φρίντριχ Κούπερ. Είμαι Αυστριακός, κατάγομαι από την Βιέννη και είμαι λοχίας του ναζιστικού στρατού δυστυχώς»» δήλωσε με παρρησια κάνοντας την να σηκώσει ψηλά τα φρύδια της από την απορία. Ήταν επικίνδυνο να ειπώνονται τέτοια πράγματα σε ένα χώρο γεμάτο από ναζί ωστόσο δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
«« Αφού φαίνεται ότι δεν σας αρέσει, πώς ανεβήκατε τόσο ψηλά στην ιεραρχία?»» Ο Φρίντριχ ξεφύσηξε απογοητευμένος όταν θυμήθηκε  τον εαυτό του στην ηλικία των δεκαέξι χρόνων που δεν άκουσε όταν έπρεπε τις συμβουλές των γονιών του παρασυρόμενος από τις υποσχέσεις ενός τυράννου που έτρεφε τον λαό του με μισσαλοδοξία και ρατσισμό με συνέπεια να οδηγηθούν σε πόλεμο.
«« Λάθη δεσποινίς,λάθη που κάνουμε όλοι πάνω στον ενθουσιασμό μας ειδικά στην νεανική μας ηλικία, πράγματα που δεν σκεφτόμαστε πριν πράξουμε με αποτέλεσμα να πληρώνουμε τις συνέπειες όχι μόνο εμείς αλλά και ο περίγυρος μας, λάθη που κοστίζουν ζωές. »» πρόφερε. Τα όμορφα μάτια του είχαν γεμίσει με θλίψη, έμοιαζαν έτοιμα να δακρύσουν. Η Νανά έβαλε απαλά το χέρι της πάνω στο μάγουλο του χαρίζοντας του ένα χάδι με εκείνος να της το φιλάει χωρίς να τον νοιάζει που μπροστά βρισκόταν κόσμος.
««Ποτέ δεν είναι αργά κύριε»» πρόφερε χαμηλόφωνα ««ποτέ δεν είναι αργά να διορθώσουμε τα λάθη μας αρκεί να το θέλει πραγματικά η καρδιά μας.»»
««Ίσως να έχετε δίκιο φρόϊλάιν»» είπε κάνοντας την μία στροφή θαυμάζοντας στα κρυφά το αψεγάδιαστο σώμα της έτσι όπως φαινόταν μέσα από το κομψό φόρεμα.
««Νανά για εσάς»»
Στην άλλη μεριά της σάλας, η Ολυμπία καμάρωνε την κόρη της που επιτέλους έδειχνε σημάδια ότι επέστρεφε πίσω στον παλιό καλό της εαυτό. Θα φρόντιζε να μάθει τα πάντα για τον άνδρα εκείνο ρωτώντας διακριτικά τον μέλλοντα σύζυγο της που την πλησίασε χαρίζοντας της ένα φιλί στα χείλη.
««Μήπως να φέρεις μια σφουγγαρίστρα να μαζέψουμε το μέλι?»» ρώτησε προσπαθώντας να αστειευτεί ανάβοντας ένα τσιγάρο από την ασημένια ταμπακιέρα του.
Η Ολυμπία μειδιασε απαντώντας του :
««Έλα σταμάτα, το καλό είναι ότι δείχνει να της αρέσει της Νανάς μου. Να σε ρωτήσω τι ξέρεις για αυτόν τον άνδρα που την κρατάει?»»
««Φρίντριχ Κούπερ. Αυστριακός λοχίας.
Μέτριος σε επικινδυνότητα αν θες την γνώμη μου, παραείναι μαλακός με τους κομουνιστές που μπαινοβγαίνουν στο γραφείο του ενώ έχουν ακουστεί φήμες ότι ήταν αντίθετος προς το καθεστώς του ναζισμού, ξέρεις έχω ακούσει ότι είχε χτυπήσει έναν διάσημο μποξέρ που ήταν παλαιό μέλος του κόμματος. Μέσω του θείου του έφτασε εδώ που έφτασε. Μυστήριος και μονόχνωτος, δεν έχει πολλούς φίλους.»»
««Έλεγα να τον καλέσω για καφέ αύριο, να γνωρίσει και καλύτερα το κορίτσι μου ωστόσο δεν θα ήθελα να είσαι παρών.»» απαίτησε κερδίζοντας μια καχύποπτη πλάγια ματιά.
««Και γιατί παρακαλώ? Επίσης γιατί θέλεις τόσο πολύ να την παντρέψεις την κόρη σου?»»
««Για να ξεφύγει από την τοξικότητα σου σιχαμένε. Δεν σε συμπαθεί και δεν θα της επιβάλλω την συγκατοίκηση μαζί σου, αρκετά βάσανα έχει τραβήξει. Αν είναι καλός άνθρωπος αυτός ο λοχίας, να την πάρει να φύγουν από εδώ,να γίνει ευτυχισμένη όχι σαν εμένα»» σκέφτηκε μα για καλό δικό της δεν είπε αυτό αλλά το εξής :
««Είναι σε ηλικία γάμου και από τον θάνατο του αδελφού της και του μπαμπά της τα παράτησε τα γράμματα οπότε γιατί να την κρατώ εδώ? Ας παντρευτεί να ανοίξει σπίτι τουλάχιστον, τόσα χρόνια δίπλα μου έχει μάθει τα πάντα. Καιρός είναι να ανοίξει τα φτερά της.»» επιχειρηματολόγησε αν και σιχαινόταν τον εαυτό της για τα λόγια που ξεστόμισε. Ανακουφίστηκε όταν ο Πέτρος έδειξε να πείθεται ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του, πράγμα που έδειχνε ότι ευτυχώς δεν είχε αντιληφθεί την εσωτερική της πάλη.
««Ούτως ή άλλως δεν θα ερχόμουν, η δουλειά στο φρουραρχείο είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Πες μου μόνο τι θες να κάνω...»»
«« Πάνε πιάσε διακριτικά τον λεγάμενο και κάντου πρόταση για καφέ, να έρθει αύριο  σπίτι. Πρόσεξε, χωρίς να ακούσει κάτι η μικρή αλλιώς θα χαλάσει η έκπληξη. Τα υπόλοιπα μετά είναι δική μου δουλειά»» προσταξε ψυχρά πίνοντας μια γουλιά από την σαμπάνια της με τον άνδρα να νεύει καταφατικά. Επιτέλους, όλα θα έμπαιναν στην σειρά τους. Η Ολυμπία κοίταξε το ήρεμο πρόσωπο της Νανάς μαζί με τα γέλια της από κάποιο αστείο του λοχία.
««Εύχομαι μόνο να μην με μισήσεις αγάπη μου».
...................................................................................
Σε ένα άλλο σπίτι, στη σικάτη γειτονιά του Κολωνακίου ένας πατέρας ανησυχούσε για την υγεία του γιου του που βρισκόταν στο κρεβάτι του με υψηλό πυρετό. Είχε αναγκαστεί να πέσει στην ανάγκη του κάποτε αδελφικού του φίλου του Ισίδωρου ώστε να του στείλει σπίτι την κόρη του, την Μαργαρίτα που ήταν νοσηλεύτρια. Με τον Ισίδωρο, ο Λυκούργος είχε φάει ψωμί και αλάτι, μεγάλωσαν μαζί από μικρά παιδιά. Όμως, η αναθεματισμένη η πολιτική τους χώρισε καθώς ο Ισίδωρος είχε αποφυλακιστεί πριν λίγους μήνες από το φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαριού αφού είχε πιαστεί να τοιχοκολλάει προπαγανδιστικές αφίσες. Στο εντελώς αντίθετο άκρο, βρισκόταν ο Λυκούργος Λογοθέτης που ήταν δεξί χέρι του ανακριτή της Κομαντατούρ με άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας. Υποψιαζόταν ότι η κόρη του κουβαλούσε τα ίδια μυαλά με αυτά του πατέρα και με βαριά καρδιά δέχθηκε να την πληρώνει για τις υπηρεσίες της μετά από θερμές παρακλήσεις της γυναίκας του.
Η Μαργαρίτα, μία νέα γυναίκα γύρω στα είκοσι τέσσερα με μεσογειακή σιλουέτα, καστανά τσακίρικα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά έβαζε μια βρεγμένη πετσέτα στο μέτωπο του Κωνσταντίνου που πλέον παραμιλούσε. Τα βιώματα του από το  πόλεμο που γύρισε εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού στο πόδι, έπαιρναν σάρκα και οστά τις νύχτες τότε που ούρλιαζε στον ύπνο του, που της έλεγε να διώξει τα τσακάλια, να προσέχει να μην την τρυπήσει κάποια σφαίρα... Η Μαργαρίτα ημέρευε τα ξεσπάσματα του αλλα είχε βρεθεί και η ίδια σε απελπισία καθώς υπήρχε τρομερή έλλειψη φαρμάκων μα και διαθέσιμων κρεβατιών αφού όλα βρίσκονταν υπό έλεγχο από τους χιτλερικούς. Ήταν επίφοβο να πάνε τον Κωνσταντίνο που ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού σε ένα χώρο  όπου οι υπήρχαν τραυματισμένοι Γερμανοί στρατιώτες αλλά και χαφιέδες,  πιστά  σκυλιά των κατακτητών  όπως ο παθολόγος ο Γεωργίου με τον οποίο είχαν καθημερινές λεκτικές συγκρούσεις.
  Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η επιβλητική ψηλή μορφή του Λυκούργου που κοίταξε ανήσυχος το πρόσωπο του γιου του στα μάγουλα του οποίου επανερχόταν σταδιακά το χρώμα. Η Μαργαρίτα σηκώθηκε και πήγε να φύγει όμως ο Λυκούργος την σταμάτησε βάζοντας της στο χέρι μια δεσμίδα από χαρτονομίσματα τα οποία τα πέταξε αηδιασμένη στο πάτωμα προκαλώντας την οργή του άνδρα.
««Πάρτα μωρή»» της φώναξε ««Τι τα πετάς? Πάρτα να μην σου έχω υποχρέωση»»
««Δεν δέχομαι βρώμικα λεφτά από υποστηρικτές των ναζί, παλιοχαφιέ.»» μίλησε γενναία εκείνη σουφρώνοντας την μύτη της λες και είχε μυρίσει κάτι αηδιαστικό.
««Πρόσεξε καλά!Μπορώ να σε στείλω απευθείας στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής αν το θελήσω. Μην προκαλείς την υπομονή μου!»» μίλησε χαμηλόφωνα με απειλητικό τόνο για να δεχτεί  τον απαξιωτικό καγχασμό της κοπέλας που ο δυναμικός της χαρακτήρας μαζί με την κοφτερή της γλώσσα δεν της επέτρεπαν να δεχτεί τέτοια συμπεριφορά.
««Τι περιμένεις τότε φασίστα? Δώσε με!
Εγώ όμως όταν πεθάνω θα φωνάξω ένα ««Ζήτω η Ελλάς!»» Εσύ τι θα φωνάξεις? ««Ζητω ο Χίτλερ?»» Έκανε δύο βήματα κοιτώντας τον σοβαρά στα μαύρα μάτια του.
««Σε εμένα δεν παιρνούν οι εκφοβισμοί σου. Αν δεν ήμουν εγώ, ο γιος σου θα έβλεπε τα ραδίκια ανάποδα! Και εσύ τι κάνεις? Με απειλείς κιόλας, εμένα που τον έσωσα? Είσαι αξιολύπητος!»» Με αυτά τα λόγια η κοπέλα αποχώρησε με ψηλά το κεφάλι και με υπερήφανο καμαρωτό βάδισμα αφήνοντας τον Λυκούργο κατακόκκινο από τα νεύρα.
Η Μαργαρίτα έριξε μια ματιά στον ουρανό. Ήταν 9 η ώρα, σκοτάδι. Μόνο οι μπότες των στρατιωτών που είχαν βάρδια ακούγονταν μαζί με χαμηλόφωνες ομιλίες. Η κοπέλα χαμογέλασε. Ήταν η τέλεια ώρα για πράξη αντίστασης.
Άνοιξε την τσάντα της βγάζοντας από μέσα προκηρύξεις ξεκινώντας την δουλειά της κάτω από την μύτη των περιπόλων κολλώντας τα χαρτιά σε τοίχους, μαγαζιά όπου έβρισκε.
  Όμως, ένας Γερμανός την είδε κάποια στιγμή και της φώναξε να σταματήσει μα εκείνη έτρεξε σε ένα σοκάκι βγάζοντας τα παπούτσια της για να κρυφτεί πίσω από ένα κάδο σκουπιδιών. Ο καστανόξανθος ψηλός νεαρός  την προσπέρασε τρίβοντας σκεφτικός το κεφάλι του κοιτώντας ανήσυχος δεξιά αριστερά με εκείνη να τον πλησιάζει ύπουλα από πίσω καταφέρνοντας του ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με μια πέτρα. Όμως, έχασε το έλεγχο της και κατέληξε να τον σκοτώσει με την πέτρα να  έχει βαφτεί στο αίμα και το κεφάλι του στρατιώτη να είναι ανοιγμένο με μια άλικη λίμνη που έφθασε ως και τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της που είχαν βρωμίσει από τις ακαθαρσίες του δρόμου. Ξαφνικά, άκουσε άγριες φωνές μαζί με μπότες που χτυπούσαν δυνατά το έδαφος  από την άκρη του στενού. Την  είχαν ανακαλύψει έτσι έβαλε φτερά στα πόδια της μα μια σφαίρα  τρύπησε το δεξί της χέρι  κάνοντας την να σφίξει τα δόντια της για να μην βάλει τις φωνές παρόλα αυτά δεν στάθηκε ικανή να εμποδίσει την φυγή της. Όμως, αυτή της η πράξη θα ήταν μοιραία για πολλούς αθώους ανθρώπους....

Η Ανδρεία Είναι Γένος Θηλυκού #TYS2023Donde viven las historias. Descúbrelo ahora