Κεφάλαιο 1ο: "Το ταξίδι του νου..."

692 17 3
                                    

"Σ' ευχαριστώ, Βιολέτα μου"
Η Ασημίνα πρωί-πρωί, αγόρασε λίγο οινόπνευμα από το καφενείο. Η Βιολέτα την χαιρέτισε και η Ασημίνα με γοργό βήμα κατευθύνθηκε προς την έξοδο αντιχαιρετώντας. Πέρασε από τη πλατεία και για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Ένα μπουκάλι οινόπνευμα πρέπει να κρατούσε και τότε... Τότε που εμφανίστηκε μπροστά της ο Νικηφόρος... Και σε εκείνο το σημείο της πήρε το πρώτο φιλί ένα καλοκαιρινό βράδυ. Αχ, γιατί ενέδωσε σε αυτό το φιλί; Μα... τι την έπιασε και χάζευε! Την περίμεναν στο σπίτι και εκείνη στεκόταν; Με ένα απαλό κούνημα του κεφαλιού της για να ξυπνήσει τάχυνε πάλι το βήμα της και κίνησε για το σπίτι...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Να τη! Ήρθε!" ακούστηκε η φωνή του μικρού Σέργιου "Άντε μαμά! Κρύωσα! Είπες ότι δεν θα αργήσεις!"

"Πως κανείς έτσι, παιδί μου; Να, το οινόπνευμα!" και με δυο κινήσεις έριξε λίγο στα ξύλα και με ένα σπίρτο άναψε φωτιά. Ο Σέργιος που καθόταν στο τραπέζι, αφαιρέθηκε κοιτώντας τις φλόγες που τύλιγαν τα τρία μεγάλα πευκόξυλα που είχε τοποθετήσει η μαμά του πριν καταλάβει ότι είχε σωθεί το οινόπνευμα, ακούγοντας τον ήχο κάθε μικρής σπίθας. Είχε αφήσει στη μέση το γάλα του και χωρίς να έχει αφήσει τα χέρια του από την κούπα καθόταν μόνο και κοιτούσε το τζάκι για δευτερόλεπτα μέχρι που η Ασημίνα τον επανέφερε στην πραγματικότητα:
"Άντε βρε Σέργιε, πιες το γάλα σου και πήγαινε να ντυθείς. Θα αργήσεις στο σχολείο!" ο μικρός αμέσως έκανε τον λόγο της πράξη, πίνοντας πρωτα μονορούφι την κούπα του. Δεν άργησε και η Δρόσω να βγει από την κάμαρη ντυμένη, έτοιμη να πάει στη μπουτίκ, πια, της Ουράνιας.

"Καλημέρα, θεία!"

"Καλημέρα...πως τρέχεις έτσι βρε συ!" γέλασε η Δρόσω καθώς είδε τον ανηψιό της να μπαίνει σίφουνας στην καμαρη τους. Η Ασημίνα χασκογελώντας και εκείνη πήρε την κούπα του Σέργιου κατευθυνόμενη προς την κουζίνα μα...

"Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που πες
και ποτηράκια για τα πίκρα λογάκια..."
ακούστηκε σιγανή και γλυκιά η φωνή της αδελφής της που χτένιζε προσεκτικά τα μαλλιά της για να είναι πλήρως έτοιμη για τη δουλειά της. Αυτό το τραγούδι την κοκκάλωσε... Άλλες αναμνήσεις...

"Δεν θα πας στην εφημερίδα σήμερα;" ρώτησε η Δρόσω συνεχίζοντας με πιο βιαστικές κινήσεις να χτενίζει τα ολόξανθα μαλλιά της, μα δε πήρε καμία απάντηση. "Ασημίνα! Δεν ακούς;"
Τραντάχτηκε ολόκληρη η Ασημίνα καθώς έφευγε από τη σκέψη της.

"Ο... Πέτρος μου έδωσε άδεια σήμερα" τραύλισε ήθελε να της ζητήσει να συνεχίσει το τραγουδι της μα η Ελένη, εκείνη τη στιγμή, βγήκε από τη δική της κάμαρη κλείνοντας πολύ προσεχτικά τη πόρτα προσπαθώντας να μην ακουστεί το χαρακτηριστικό δυνατό της τρίξιμο. Τα δυο κορίτσια πλησίασαν αμέσως την αδερφή τους:
"Ο Λάμπρος;"

"Κοιμάται ακόμη..."

"Ας τον αφήσουμε να κοιμηθεί. Καλό θα του κάνει."

"Έχει δίκιο."

Η Ελένη έγνεψε θετικά. Από τη μια η χαρά της τεράστια που ο Λάμπρος της είναι σπίτι από την άλλη... Οι πληγές του ακόμα δεν έχουν κλείσει.

"Θα κλείσουν. Εσύ θα τις κλείσεις, Λενιώ!"

"Και εμείς πάντα εδώ θα είμαστε!"

Η Ελένη με ένα χαμόγελο τύλιξε τα δύο της χέρια γύρω από τους ώμους των αδερφών της και εκείνες ανταπέδωσαν, αγκαλιάστηκαν τρυφερά. Προβληματισμένα.

"Είμαι έτοιμος!" ο μικρός Σέργιος βγήκε από την κάμαρη του για να διακόψει την μικρή γλυκιά στιγμή και να τις επαναφέρει στη καθημερινότητα που τις περίμενε: "Καλημέρα, θεία Ελένη!" η Λενιώ ανταπέδωσε και χαμογέλασε του ανηψιού της.

"Άργησες, Σέργιε!" του έκανε η Ασημίνα.

"Θα προλάβουμε πριν αρχίσει το μάθημα!" είπε η Δρόσω καθησυχαστικά και πήρε τον μικρό από το χέρι να φύγουν.

"Γεια σου μαμά! Γεια σου θεία!"

"Γεια σου παλληκαράκι μου!" χαιρέτησε η Λενιώ. Ενώ η Ασημίνα, φίλησε την παλάμη του χεριού της και ύστερα την κουνούσε δεξιά-αριστέρα χαμογελαστή. Η πόρτα έκλεισε.
"Καλύτερα να του το πούμε το μεσημέρι, όταν σχολάσει." είπε η Ασημίνα και η Ελένη συμφώνησε. Άνοιξε πάλι σιγά-σιγά τη πόρτα της καμάρης να κοιτάξει τον Λάμπρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμάτη ανακούφιση και την έκλεισε ξανά, απαλά.

"Σαν όνειρο μου φαίνεται. Δε χορταίνω να τον κοιτάζω." έκανε η Λενιώ ανακουφισμένη. Της Ασημίνας το μυαλό ταξίδεψε ξανά σε άλλα μέρη και άλλους χρόνους και το μέσο ήταν εκείνη η κουβέντα:
"Γιατί δεν σας χορταίνω...κυρία Σεβαστού!"

"Ασημίνα;" η Ελένη γύρισε πίσω την αδελφή της. "Αυριο θα έρθει ο Νικηφόρος να πάρει τον μικρό;"

"Ναι...αύριο..."

Χίλιες φορέςWhere stories live. Discover now