"Τι έχεις, Ασημίνα μου;" έκανε η Ελένη όταν άκουσε τους λυγμούς στη φωνή της αδερφής της. Η Ασημίνα όμως δεν απαντούσε. Δεν ήξερε αν έπρεπε, αν ήθελε. Οι αδερφές της συνέχιζαν να την κοιτούν εξεταστικά.
"Έγινε κάτι με τον Νικηφόρο; Μαλώσατε;" έκανε η Δρόσω καταλαβαίνοντας το ύφος της μεγαλύτερης αδερφής της. Έμοιαζε όπως τότε πριν εννέα χρόνια που έκλαιγε με λυγμούς για εκείνον.
"Όχι πως σου 'ρθε;"
"Προσπαθώ να μαντέψω, τι είναι αυτό που σε βασανίζει..." απάντησε λιτά η Δρόσω για να μη ηλεκτριστεί η ατμόσφαιρα.
"Λάθος μαντεύεις, λοιπόν." είπε Ασημίνα και πήγε να καθίσει στο τραπέζι, σοβάρεψε για να μη την "διαβάσουν" άλλο. Άλλαξε το βλέμμα της, τη φωνή της. Μάταιος κόπος.
"Λες αλήθεια, Ασημίνα;" ρώτησε η Ελένη σέρνοντας την καρέκλα για να καθίσει και εκείνη. Δεν ήταν το ίδιο γλυκομίλητη με πριν. Έγινε περισσότερο απόλυτη. Ίσως έκανε έτσι την αδερφή της να μιλήσει. Πάλι όμως, άλλος ένας μάταιος κόπος.
"Πάω να βοηθήσω το παιδί να τακτοποιηθεί!" σηκώθηκε απότομα και πήγε στην κάμαρη με έναν λυγμό να σπάει πάλι την κουβέντα της.
"Δεν της κάνει καλό το να το κρατά μέσα της, Λενιώ..." είπε ανήσυχη η Δρόσω.
"Θα έρθει η ώρα που θα το βγάλει από μόνη της..."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το επόμενο πρωί, έξω από την εφημερίδα, μια έκπληξη περίμενε την Ασημίνα. Ήταν άραγε δυσάρεστη ή ευχάριστη;
"Τρελάθηκες; Τι κάνεις εδώ;"
"Σου έκανα μια ερώτηση εχθές. Δεν απάντησες."
"Σου απάντησα. Δεν ξέρω, Νικηφόρε!"
"Δεν δέχομαι αυτήν την απάντηση, Ασημίνα. Θέλω μια σίγουρη. Ένα "ναι" ή ένα "όχι"!"
"Νικηφόρε, μη...μη με πιέζεις! Δε γίνεται."
"Δε θέλω να σε πιέσω. Απλά να ξέρεις ότι περιμένω αυτή τη ρημάδα την απάντηση. Μου καίει τα σωθικά, Ασημίνα, αυτή η αναμονή!"
Η Ασημίνα ανάσανε βαθιά. Αυτή η κουβέντα έκαψε και τα δικά της τα σωθικά. Δεν το άντεξε αυτό...
"Πρέπει να φύγεις τώρα. Κι εγώ δηλαδή... Έχω δουλειά." ψέλλισε.
"Ναι. Φυσικά. Πήγαινε." χαμήλωσε το βλέμμα ο Νικηφόρος θα έπρεπε να περιμένει και άλλο για μια υπόθεση που ήθελε να τελειώσει ή να ξαναρχίσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ωράριο έληξε. Οι υπάλληλοι έφυγαν. Τελευταία έμεινε η Ασημίνα με τον Πέτρο να διορθώσουν κάποιες λεπτομέρειες των κοσμικών άρθρων.
"Τελειώσαμε. Άμα θες μπορώ να σε γυρίσω εγώ σπίτι σου..." είπε ο Πέτρος
"Όχι. Θα πάρω το λεωφορείο. Δε χρειάζεται..."
"Πάντως είναι κρίμα είναι να ταλαιπωρηθείς αφού υπάρχει αυτοκίνητο..."
"Επιμένω!" τον διέκοψε "Άλλωστε δε θα πάω κατευθείαν στο χωριό, θα χρειαστεί πρώτα να κάνω μια εξυπηρέτηση στην Ουράνια με έναν έμπορο εδώ στη πόλη. Θα αργήσω. Κι εσύ έχεις να πας για τη συνέντευξη το απόγευμα."
Δεν ίσχυε η δικαιολογία της, άλλος ήταν ο λόγος... Έτρεξε πρώτη γρήγορα βγαίνοντας, πριν προλάβει καλά-καλά να χαιρετήσει τον Πέτρο. Έφτασε έξω. Προχώρησε μερικά βήματα βιαστικά και τράβηξε με γρήγορες κινήσεις τον Νικηφόρο παράμερα να μην τον δει το αφεντικό της. Τον έβλεπε όλη μέρα από το παράθυρο που δεν έλεγε να φύγει. Γιατί;
"Καρτέρι έστησες πάλι έξω απ' τη δουλειά μου, Νικηφόρε; Τι θα καταφέρεις, μου λες;" όρμησε η Ασημίνα με τα λόγια της.
Μετά το συνειδητοποίησαν. Ταυτόχρονα χαμήλωσαν το κεφάλι και κοίταξαν τα χέρια τους που είχαν πιαστεί και δεν είχαν αφεθεί ακόμα. Η Ασημίνα τράβηξε το δικό της απότομα.
"Γιατί; Πες μου. Γιατί;" ρώτησε με πιο ήρεμο τόνο.
"Ήσουν μαζί του όλη μέρα κι εγώ..." ψέλλισε ο Νικηφόρος μα τα λόγια που βγήκαν αθέλητα από το στόμα του δεν τα συνέχισε.
"Με συγχωρείς αν σε έφερα σε δύσκολη θέση. Δε θα επαναληφθεί." μουρμούρισε
Έκανε να φύγει. Γύρισε πλάτη με τα βίας ενώ ήταν έτοιμος να σωριαστεί στα πόδια της..."Δεν απάντησες στην ερώτηση μου!" είπε η Ασημίνα με μια ανάσα.
"Θα απαντήσω όταν απαντήσεις κι εσύ στη δική μου..." είπε καθαρά χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει και συνέχισε τον δρόμο του.
ESTÁS LEYENDO
Χίλιες φορές
FanficΜΑΡΤΙΟΣ 1968 Η Ασημίνα σκέφτεται έντονα τον Νικηφόρο. Κάθε κουβέντα, κάθε σημείο έφερνε στο μυαλό της θύμησες... Η Ασημίνα και ο Νικηφόρος συναντιούνται τυχαία σε ένα μέρος που μόνο τυχαίο δεν είναι... Η στιγμή αυτή δεν είναι όπως συνήθως, θυμίζει μ...