Επίλογος

47 2 2
                                    

12:10

Χριστούγεννα

Η ζεστή λάμψη της φωτιάς χορεύει μέσα στο παλιό πέτρινο τζάκι. Κάποιος γιορτινός δίσκος γυρίζει στο πικάπ ενώ τα τζάμια έχουν θολώσει από το κρύο. Η μαμά μου, φορώντας το χρυσό γιορτινό της φόρεμα και το αγαπημένο της κόκκινο κραγιόν, έχει μία ώρα που πηγαινοέρχεται προσπαθώντας να βεβαιωθεί πως δεν λείπει τίποτα από το τραπέζι. Υπέροχες μυρωδιές πλανώνται στον αέρα και φέτος για πρώτη φορά έχουμε και βίγκαν γεύμα· η μαμά μου έχει μαγειρέψει μια μακαρονάδα για την Μέγκαν, με την ελπίδα ότι θα εμφανιστεί.

Κοιτάζω μια φωτογραφία που μου έστειλε ο Νταν, στην οποία αυτός και η Κάρλα φοράνε ταιριαστά Χριστουγεννιάτικα πουλόβερ που αναγράφουν στο κέντρο: Feliz Navidad, και το στήθος μου φουσκώνει από στοργή και χαρά... όταν το κινητό μου αρχίζει να χτυπά και είναι πάλι η Στέλλα. Αποφασίζω να το απενεργοποιήσω, μιας και δεν με βοηθάει διόλου που βλέπω κάθε πέντε λεπτά το όνομά της στην οθόνη. Όταν γύρισα σπίτι είχαν φύγει όλοι εκτός από δυο συμπαίκτες μου - πολύ καλά παιδιά, πρωτοετείς και νέοι στην ομάδα - οι οποίοι με βοήθησαν να καθαρίσω. Όταν πήρα ξανά το κινητό μου στα χέρια μου είδα δεκάδες κλήσεις και θυμωμένα μηνύματα από την Στέλλα, που λογικά με έψαχνε ανίδεη για όλα. 

Της έστειλα ένα μήνυμα μόνο: «Σε είδα με τον Τάιλερ χθες. Τελειώσαμε.»

Δειλή κίνηση, το ξέρω... αλλά δεν είμαι ακόμη αρκετά τσαμπουκαλής σαν την Μέγκαν, ώστε να τους αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο. Ίσως προκύψει αργότερα. Προς το παρόν τους κλείνω τα τηλέφωνα.

Με το που ηχεί το όνομά της στο μυαλό μου, το κουδούνι χτυπάει και πετάγομαι από τον καναπέ τρέχοντας να ανοίξω. Ακούω τη μαμά μου να γελάει μαζί μου. Στην είσοδο ωστόσο στέκεται ο θείος Μάικ κι η θεία Κολίν. «Καλά Χριστούγεννα!» φωνάζουν και με αγκαλιάζουν κι οι δύο.

«Καλά Χριστούγεννα.» αποκρίνομαι εγώ πιο ξεψυχισμένα και κάνω να κλείσω τη πόρτα κομματάκι απογοητευμένος, όταν κάτι προβάλλει αντίσταση. Χαμηλώνοντας το βλέμμα μου, αντικρίζω ένα πόδι στη χαραμάδα, και συγκεκριμένα μια μαύρη αρβύλα με αλυσίδες. 

Την ανοίγω διάπλατα και μπροστά μου στέκει μια αναψοκοκκινσμένη Μέγκαν, με ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι, και επιτέλους ντυμένη με κάτι πέρα από πιτζάμες. Συγκεκριμένα φοράει ένα σκούρο μωβ φόρεμα που τελειώνει λίγο πιο πάνω από το γόνατο, μαύρο καλσόν κι από πάνω ένα κομψό μαύρο παλτό. Παρατηρώ πως έχει βάψει με μαύρο μολύβι τα μάτια της, γεγονός που κάνει το καταγάλανο χρώμα τους να ξεχωρίζει ακόμα πιο έντονα. Είναι ίσως πιο όμορφη απ' ό, τι την έχω δει ποτέ.

Τότε παρατηρώ πως στο άλλο της χέρι κρατάει ένα άδειο πλαστικό ποτήρι καφέ με ένα κομματάκι να λείπει από το στεφάνι του, σαν κάποιος ή κάτι... να το μασούλησε. Αποκλείεται.  

«Πέρασα από το Willow Park στη διαδρομή και είδα ένα σκιουράκι να το τρώει.» εξηγεί λιγάκι αμήχανα σηκώνοντας το κύπελο προς το μέρος μου. «Του το άρπαξα κι έτρεξα. Το έφερα εδώ για να το πλύνω και να το πετάξω ανακύκλωση. Μα ποιος μαλάκας πετάει σκουπίδια σε πάρκο!» σκούζει τσατισμένη κι ύστερα δαγκώνει τα χείλη με ντροπή και τρόμο, ψάχνοντας τη μαμά μου με το βλέμμα της. «Ελπίζω να μη το άκουσε η κυρία Λίντα αυτό...» μουρμουρίζει με ροδισμένα μάγουλα και την αρπάζω από τους ώμους, αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά. 

«Καλά Χριστούγεννα Μαξγουελ.» λέει βουβά μέσα στα χέρια μου, τυλίγοντας τα δικά της γύρω μου όσο καλύτερα μπορεί δεδομένου ότι ειναι και τα δύο απασχολημένα.

«Καλά Χριστούγεννα Μόρισον. Χαίρομαι που ήρθες.» αποκρίνομαι χαμογελώντας μέχρι τ'αυτιά. 

Μόλις μπει μέσα στο σπίτι κι αφήσει στην άκρη το ποτήρι, βγάζει από τη τσέπη της ένα μπρελόκ και μου το δίνει. Στο κρίκο είναι περασμένη μια μικρή ξύλινη τετράγωνη εικόνα.

«Τι είναι αυτό;» 

«Δεν πρόλαβα να το τυλίξω... είναι η ανατολή του ήλιου από σήμερα το πρωί. Το τράβηξα φωτογραφία όσο κοιμόσουν και το ζωγράφισα μόλις γύρισα σπίτι. Είναι προχειροφτιαγμένο οπότε μη το κοιτάς πολύ.» λέει κι η αμηχανία ανθίζει περισσότερο στα μάγουλά της, ενώ εγώ θαυμάζω τη μικρογραφία που είναι δημιουργημένη με απίστευτή λεπτομέρεια.

«Μέγκαν... ευχαριστώ πολύ. Είναι τέλειο.» λέω ειλικρινά και την ξανααγκαλιάζω. «Μακάρι να σου είχα πάρει κάτι κι εγώ.»

«Δεν ξόδεψα λεφτά ρε. Εσύ θα με ταΐσεις σήμερα οπότε είμαστε πάτσι. Άσε που εσύ μου έχεις κάνει το καλύτερο δώρο απ' όλα.» Τα χείλη της στραβώνουν σ'ένα πονηρό μειδίαμα και την κοιτάζω καχύποπτα. Βγάζει το κινητό από τη τσέπη της και μου δείχνει τη φωτογραφία μας από χθες, με μένα ως αγελάδα και την Μέγκαν ως τον Ιησού Χριστό.

«Να σου θυμίσω ότι θα πέσει πάνω σου κοτζάμ ιαπωνική κατάρα αν είσαι απρόσεκτη μ' αυτήν την φωτογραφία;» ρωτάω σαρκαστικά, πλέκοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος.

«Σκάσε.» Με χτυπάει στο μπράτσο κι ένα ζεστό συναίσθημα φωλιάζει μέσα μου.

«Μέγκαν! Καλώς ήρθες!» αναφωνεί η μαμά μου και τη σφιχταγκαλιάζει. «Ω δεν έπρεπε! Έλα πέρνα μέσα.» λέει γραπώνοντας το μπουκάλι με το κρασί κι οδηγώντας την γειτόνισσά μας στο τραπέζι. Παίρνω θέση δίπλα στη φίλη μου και παρακολουθώ την οικογένειά μου γύρω από το φαγητό να συζητάει και να γελάει. Η Μέγκαν επίσης χαζεύει γύρω της το στολισμό και τα γαλάζια μάτια της δείχνουν να χαμογελάνε.

Και παρ' ό, τι έχω χάσει πολλά το τελευταίο εικοσιτετράωρο, ένας κόμπος συγκίνησης κι ευγνωμοσύνης ανεβαίνει στο λαιμό μου για όλα όσα έχω ακόμη. Και αυτήν ακριβώς την στιγμή μπορώ να πω με σιγουριά, πως και φέτος τα Χριστούγεννα, νιώθω ευτυχισμένος.

Τα καλύτερα χειρότερα ΧριστούγενναWhere stories live. Discover now