10.Ανεξήγητος Θυμός

4.7K 385 13
                                    

Μόλις άνοιξε την πόρτα η Οφελία και μπήκα μέσα, αντίκρισα μία υπέροχη και ζεστή κουζίνα. Ήταν φτιαγμένη από μάρμαρο. Και εδώ κυριαρχούσε το λευκό χρώμα. Είχε στην μία μεριά έναν νεροχύτη και δίπλα ένα τεράστιο ψυγείο σε ασημί απόχρωση, στην άλλη μεριά είχε έναν ψιλό πάγκο με ασημένια σκαμπό να βρίσκονται μπροστά του. Είχα μείνει και τη κοίταζα εντυπωσιασμένη. Μέχρι που κάποιος άρχισε να μιλάει.

«Δεν θα την μάθεις να κυνηγάει; Έτσι θα την ταΐζεις;» μόλις άκουσα τα λόγια αυτά και είδα ότι προερχόντουσαν από το στόμα του Λούκας νευρίασα πάρα πολύ. Δεν καταλαβαίνω γιατί νευριάζω τόσο εύκολα από την στιγμή που συνήλθα. Δεν ήμουν νευρικός άνθρωπος ποτέ στην ζωή μου.

«Άκου να σου πω δεν είμαι ούτε ζώο ούτε τίποτα για να με ταΐζει και δεν ξέρω ποιος νομίζεις ότι είσαι αλλά αν ξανά μιλήσεις άσχημα για μένα δεν ξέρω και εγώ τι θα γίνει» του είπα και τον είχα πλησιάσει επικίνδυνα χωρίς καν να το καταλάβω.

Άρχισε να γελάει δυνατά και με εκνεύριζε ακόμα περισσότερο. Τότε χωρίς να το καταλάβω σήκωσα το χέρι μου και ετοιμάστηκα να του ρίξω σφαλιάρα. Εκείνος όμως αποδείχτηκε ποιο γρήγορος και μου έπιασε το χέρι με το ένα του χέρι καθώς με έσπρωξε με τόση δύναμη που έπεσα στον απέναντι τοίχο με το άλλο, άκουσα ένα κρακ καθώς έπεφτα και κατάλαβα ότι κάτι είχε σπάσει δίπλα μου.

«Μην τολμήσεις να ξανά κάνεις κάτι τέτοιο ποτέ ξανά. Με κατάλαβες;» μου είπε ενώ με είχε πλησιάσει και με σήκωνε από το λαιμό. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να παίρνουν μία ποιο βαθιά απόχρωση του μαύρου και ήταν υπερβολικά τρομακτικός. Αυτό ήταν τότε κατέρρευσα και άρχισα να κλαίω πολύ δυνατά. Όσα κρατούσα μέσα μου μέχρι εκείνη την στιγμή μου βγήκαν μαζεμένα. Ένιωσα το χέρι του να χαλαρώνει. Είχα κλείσει τα μάτια μου και τα άνοιξα μόνο όταν άκουσα μία πόρτα να κλείνει πολύ δυνατά. Είδα την Οφέλια να έρχεται κοντά μου και έκανα το σώμα προς τα πίσω για να την αποφύγω όταν προσπάθησε να με αγκαλιάσει. Μπορεί εκείνη να διέφερε κάπως από τους άλλους αλλά δεν έπαβε να είναι αδερφή τους.

«Σε παρακαλώ μην κλαις. Ο αδερφός μου είναι κάπως οξύθυμος αλλά δεν είναι κακός, όταν τον γνωρίσεις θα δεις» μου είπε για να με ηρεμήσει λογικά, αλλά αυτό εμένα δεν με καθησύχαζε.

«Δεν θέλω να γνωρίσω κανέναν θέλω απλά να επιστρέψω σπίτι μου και να μου πείτε που είναι η Ίρμα» φώναζα ενώ έκλαιγα ακόμη.

«Αυτό δεν γίνετε. Το να φύγεις εννοώ. Για την Ίρμα θα σου πω μόλις ηρεμήσεις» την κοίταξα με ορθάνοιχτα μάτια για αυτό που μόλις είχε πει. Τι εννοούσε δεν μπορώ να φύγω. Δεν γινόταν αυτό που έλεγε. Και η οικογένειά μου τι θα γινόταν. Είχαν ήδη χάσει τον αδερφό μου δεν θα άντεχαν να μην ξανά δουν και εμένα.

"Απρόσμενο Ξύπνημα" (Υπό Έκδοση)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora