H πιο όμορφη θάλασσα

775 11 13
                                    


11 Απριλίου 2003

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Άλλη μια κραυγή πόνου διαπέρασε τους τοίχους της κρεβατοκάμαρας και έφτασε ως το σαλόνι για να τρυπήσει με τη δύναμη της τα αυτιά του Μαθιού. Οι φωνές της ήσαν όλο και πιο συχνές όσο περνούσε η ώρα και με κάθε νέο ουρλιαχτό του φαινόταν όλο και πιο αδύνατο να μην πάγει πλάι τση. Μα δεν μπορούσε ούτε τη χέρα να τση κρατήσει γιάντα δεν ήταν αυτός ο άνδρας τση, δεν ήταν αυτός ο πατέρας του παιδιού που πάλευε να φέρει τόσες ώρες στον κόσμο.

Μια ακόμη τσιρίδα ήρθε και πλάκωσε σχεδόν την καρδιά του.

Γιάντα έπρεπε να πονάει; Δεν το άντεχε να πονάει! Μακάρι να υπήρχε τρόπος να έπαιρνε τον πόνο τση και να τον ένιωθε για εκείνη!

Στην επόμενη στριγκλιά δεν κρατήθηκε και έφτασε μέχρι την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Τα δάχτυλα του την ακούμπησαν δίχως να την ανοίξουν, έγδαραν το ξύλο που την έφτιαξε και γροίκησε τις οδηγίες του γιατρό τση μάνας του και της θείας τση Βασιλικής που της ζητούσαν να σπρώξει λίγο ακόμη.

Το <<Βασιλική μου>> που τόσο ήθελε να φωνάξει για να τση δείξει πως έμεινε επαέ όπως τση το υποσχέθηκε δεν αρθρώθηκε ποτέ. Δάγκωσε τα χείλη. Γεύτηκε το αίμα του για να μην πει τούτο το μου. Δεν υπήρχε μου, ποτέ ξανά μου όσο και αν ήταν το μόνο που ποθούσε. Ήταν γυναίκα αλλουνού! Του Στεφανή! Του ξαδέρφου του!

Με τούτους τους λοισμούς να του γεμίζουν το νου και να τον κάμουν ακόμη χειρότερα επέστρεψε στον καναπέ του σαλονιού. Δεν είχε προκάμει να καθίσει καλά καλά όταν τα κλειδιά έπαιξαν στην πόρτα και στην είσοδο φάνηκε ο μπάρμπας τση Βασιλικής.

<<Ίντά 'γινε μωρέ; Γέννησε η μικιά;>>, ρώτησε ο κυρ Γιάννης για χιλιοστή φορά θα ορκιζόταν ο Μαθιός. Οι πόνοι είχαν πιάσει τη Βασιλική από τσι εννιά το βράδυ και τώρα κόντευε πέντε το πρωί. Οι μπαρμπάδες της κουβαλήθηκαν δέκα λεπτά μετά τις εννιά μαζί με τη μάνα του να βοηθήσουν τον γιατρό μιας και ήταν πολύ αργά για να μετακινηθεί η Βασιλική στο νοσοκομείο. Βασικά η κυρά Ουρανία έκαμε τον κόπο να βοηθήσει γιάντα ο Γιάννης ο Καστρινάκης δεν τον χαλάλιζε τον ύπνο του για κανέναν. Κάθισε λοιπόν στην αυλή δήθεν για να ανημένει τον Στεφανή που ακόμη δεν είχε φανεί ο σκάρτος και αν έκρινε από τα αγουροξυπνημένα μάθια του ο Μαθιός, τον έπαιρνε ο ύπνος και κάθε που γνωθούσε θυμόταν να ανέβει να ρωτήσει αν είχανε γεννητούρια.

Από Πάντα & Για ΠάνταWhere stories live. Discover now