Ποίημα 3

14 0 0
                                    


Και όπως καθόταν μοναχή

την πληγωμένη της καρδιά να θρηνεί

ένα χέρι την άγγιξε απαλά 

ένας άγνωστος να της προσφέρει συντροφιά


Τυνάχτηκε πίσω πριν τα μάτια του αντικρίσει

δεν ήθελε κανείς να δει πως είχε δακρύσει

Το χέρι του τράβηξε να μην τη φοβίσει

Ήθελε κάπως να τη βοηθήσει


Και εκείνος ήξερε το συναίσθημα

να πονάει μια καρδιά έλεγε πως ήταν έγκλημα

τον ίδιο πόνο βίωνε και αυτός

συμπαράσταση ζητούσε σαν κουτός


Καθίσανε και οι δύο στο ίδιο παγκάκι

ο χρόνος σταμάτησε λιγάκι

Για μια στιγμή δυο καρδιές βρήκαν συντροφιά

μέσα στης νύχτας τη συννεφιά 

ΣυναισθήματαWhere stories live. Discover now