8. O γάμος

7.1K 500 293
                                    

Κοίταζε το είδωλό της στον καθρέφτη καθώς η κομμώτρια έφτιαχνε τα μαλλιά της σε περίτεχνες μπούκλες. Κάθε τούφα που έπεφτε κυματιστή στον ώμο της ήθελε να την ξεριζώσει. Το μακιγιάζ της ήταν ελαφρύ, μα παρόλα αυτά ένιωθε σαν κλόουν. Το απαίσιο, βαρύ νυφικό της αισθανόταν να την πνίγει.

Κατ' αρχάς δεν ήθελε ποτέ να παντρευτεί καλοκαίρι. Το σιχαινόταν. Αυτή η μέρα ξεκίνησε και θα τελείωνε ως ένα ανόητο φιάσκο, ένα θέατρο του παραλόγου.

Η ημέρα του γάμου είχε φτάσει και η ίδια αισθανόταν να της φοράνε χειροπέδες και να την καταδικάζουν. Έκανε αυτό το βήμα και ήξερε πως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν πλέον αργά να κάνει πίσω και δεν μπορούσε τίποτα να σταματήσει το ορμητικό ποτάμι του πεπρωμένου της που είχε γραφτεί την ημέρα που γεννήθηκε κόρη του Αρσένι Βολκόβ.

«Εντάξει, φτάνει.» είπε η Λίζα νευρικά καθώς η κομμώτρια είχε βαλθεί να αδειάσει όλο το μπουκάλι λακ στο κεφάλι της. Ήδη ξυνόταν το κρανίο της και ήθελε να πετάξει κάθε τσιμπιδάκι από πάνω της.

Η ώρα είχε φτάσει κι όλες αυτές οι τελευταίες ετοιμασίες, περισσότερο της την έδιναν στα νεύρα παρά οτιδήποτε άλλο. Προτιμούσε να έχουν τελειώσει όλα μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της και να βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη στην καινούρια της ζωή χωρίς να έχει χρόνο για εις βάθος σκέψεις και περαιτέρω αναλύσεις που απλώς επέτειναν τη μελαγχολία της.

Σηκώθηκε όρθια και γύρισε την πλάτη της στον καθρέφτη. Καλύτερα να μην ξαναέβλεπε τον εαυτό της ντυμένη με νυφικό.

Στον κάτω όροφο του σπιτιού είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια, θείες και θείοι που είχε χρόνια να δει, άτομα που δεν την ενδιέφεραν. Η μητέρα της την κοίταζε με δάκρυα στα μάτια καθώς η Λίζα κατέβαινε την σκάλα με το νυφικό να σέρνεται πίσω της, και συγκράτησε τον εαυτό της να μη στριφογυρίσει τα μάτια της.

Μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλί, ο πατέρας της άπλωσε το χέρι του κοιτάζοντας την έκθαμβος και η Λίζα το πήρε ανόρεχτα. Δεν είχε διάθεση ούτε να προσποιηθεί πως ήταν μια ευτυχισμένη μέρα στη ζωή της.

Η πίεση την έπνιγε και όλα αυτά τα μασκαρέματα την φυλάκιζαν. Έδειχνε εκθαμβωτική, σαν βασίλισσα του πάγου, μα εξίσου αυστηρή και θλιμμένη που το βλέμμα της σίγουρα θα πάγωνε όποιον τολμούσε να την κοιτάξει.

«Είσαι πανέμορφη.» είπε ο πατέρας της και η Λίζα πίεσε, με όση δύναμη είχε, τα χείλη της να ανασηκωθούν σε ένα χαμόγελο.

The VowWhere stories live. Discover now