"...δρόμοι παλιοί...δρόμοι σκοτεινοί..." 5

3K 296 40
                                    


"...Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα

κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε..." Μ. Α.




Η δροσιά της νύχτας την χτύπησε στο πρόσωπο και έσφιξε το μπουφάν γύρω απο το σώμα της. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και περπατησε στα στενά δρομάκια της πόλης. Δεν την τρομαζε η νύχτα...Ποτέ δεν την τρόμαξε, απο μικρή την είχε κάνει φίλη της. Χρόνια πριν, στο πατρικό της έβγαινε απο την πίσω πόρτα, αργά το βράδυ, και έκανε βόλτες στο τεράστιο κήπο τους. Κυνηγούσε τις σκιές των δέντρων, αφουγκραζόταν τους ήχους της νύχτας, την μάγευε το σκοτάδι, το φως του φεγγαριού, το θρόισμα των φύλλων, τα μικρά ζώα της νύχτας που έκαναν βόλτα γύρω της. Καλή της φίλη λοιπόν η νύχτα με τα αρώματά της και τους ήρεμους ήχους της. Έτσι και τώρα..Δεν φοβόταν, αντιθέτως έπαιρνε βαθιές ανάσες και απολάμβανε την βόλτα της. Είχε περάσει αρκετός καιρός αποκλεισμένη απο όλα και απο όλους. Ακόμα και οι επίδοξοι δολοφόνοι της θα την είχαν ξεχάσει. Το πρώτο βράδυ που βγήκε φοβόταν πολύ μην την πάρει χαμπάρι ο Χάρης ή η Πινελιά. Το σκυλί ήταν κλεισμένο στο δωμάτιό του Χάρη και απέξω δεν ακουγόταν ούτε γρύλισμα ούτε ψίθυρος. Εκείνο το βράδυ η βόλτα της ήταν σύντομη, μόνο μέχρι απέναντι στο πάρκο πήγε, δεν ήθελε να παρασυρθεί, μέχρι να βεβαιωθεί οτι ήταν ασφαλές ώστε να απομακρυνθεί την επόμενη φορά.


Μα και πάλι η χαρά της με το που πάτησε το πόδι της έξω ήταν απερίγραπτη, έτρεχε σαν μικρό παιδί, τα μάτια της ήθελαν να χορτάσουν όσα είχαν στερηθεί τον τελευταίο σχεδόν μήνα. Μέσα της υπήρχε ο φόβος οτι ίσως στις σκιές κρυβόταν αυτοί που ήθελαν να της κάνουν κακό, μα τίποτα απολύτως δεν είχε συμβεί όλα αυτά τα βράδια που το έσκαγε και ήταν πλέον σίγουρη οτι σύντομα θα κέρδιζε και πάλι την ελευθερία της και θα έφευγε μακριά απο εκείνον τον ξινό και ψυχρό άντρα. Αυτόν τον άντρα που κάθε φορά που την πλησίαζε την τρόμαζε, την αναστάτωνε, ανατρίχιαζε σε κάθε τυχαίο άγγιγμά του, βυθίζονταν σε κάθε του βλέμμα. Κούνησε το κεφάλι της βιαστικά και προχώρησε λίγο πιο γρήγορα. Περπατούσε στα δρομάκια και ανάσαινε βαθιά, τα πρωτοβρόχια είχαν ήδη ξεκινήσει και το χώμα...όπου υπήρχε χώμα μύριζε υπέροχα, την μεθούσε. Κόσμος δεν υπήρχε στους δρόμους, κίνηση μηδαμινή, η πόλη κοιμόταν ενώ εκείνη όχι. Και αυτό την εξίταρε, την ερέθιζε, την παρακινούσε να συνεχίσει. Η ψύχρα την έκανε να σφίξει το χοντρό μπουφάν της περισσότερο πάνω της. Ένα απαλό μα ψυχρό αεράκι έκανε την εμφάνισή του και το ένιωσε σαν χάδι στο πρόσωπό της. Απο τον κεντρικό δρόμο μπήκε σε στενά δρομάκια, συνάντησε παρέες που επέστρεφαν απο την διασκέδασή τους, άνθρώπους μόνους που έψαχναν κάποια γωνιά είτε να κοιμηθούν είτε να ξεχαστούν στην ψευδαίσθηση τους για λίγο. Πλησίαζε σχεδόν στην παλιά της γειτονιά όταν είδε το ρολόϊ της. Η ώρα είχε περάσει..κόντευε τέσσερις τα ξημερώματα και έπρεπε να γυρίσει πίσω. Τα προηγούμενα βράδια είχε εντοπίσει ένα μικρό μπαρ στον δρόμο της που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά και απόψε θα το επισκεπτόταν.

Προστασία μάρτυρα {GW15} (Υπο έκδοση)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant