«Έχω ξεπαγιάσει,» μουρμούρισα και έφερα τις παλάμες μου κοντά στο στόμα μου, ανασαίνοντας σε μία ελπίδα να ζεστάνω την μύτη μου.
Ο χειμώνας είχε μπει τσουχτερός τσουχτερός, ακόμα και αν δεν είχε ρίξει χιόνι ως τώρα. Βαριά σύννεφα καραδοκούσαν πάνω από το κεφάλι μου και φοβόμουν μην ξεκινήσει να βρέχει. Αρχές Δεκεμβρίου και ακόμα δεν είχα βρει ευκαιρία να κατεβάσω τα χειμωνιάτικα ρούχα. Η ζακέτα μου ίσα ίσα με ζέσταινε πάνω από το πλεκτό πουλόβερ. Άφησα την ανάσα μου να ξεγλιστρήσει από το στόμα μου, βλέποντας το μικρό αχνό συννεφάκι να εμφανίζεται πριν εξαφανιστεί μερικά δευτερόλεπτα μετά.
Εντόπισα το σπίτι μου στο βάθος, με τα γυμνά κλαδιά των δέντρων και θάμνων μου να μπλέκονται στα λευκά κάγκελα. Η πορτοκαλί λάμπα πάνω από την πόρτα μου έφεγγε αχνά, λούζοντας ελάχιστα την μικρή βεράντα και τον λευκό τοίχο. Μπορούσα να δω μία μικρή φιγούρα να περπατάει στο ένα σκαλοπάτι που οδηγούσε την εξώπορτα, λογικά θα είναι ένα ζωάκι που ήρθε από το δασάκι ακριβώς δίπλα. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο σκοτάδι, προσπαθώντας να μην δώσω μεγάλη βάση στο κακό προαίσθημα που μου δημιουργούταν πάντα. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες της δερμάτινης ζακέτας μου, ψάχνοντας γρήγορα για τα κλειδιά μου.
Φτάνοντας μπροστά στην μικρή καγκελένια είσοδο, πρόσεξα πως το μικρό ζωάκι που είχα δει ήταν μία μαύρη γάτα. Είχε καταπράσινα μάτια και κοντή τρίχα, με το φως να δίνει μία ελαφριά λάμψη στην γούνα της. Με κοιτούσε κατάματα, σαν να με επεξεργάζοταν. Δεν έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον.
«Κρύωσες μικρούλη;» το ρώτησα και γονάτισα, αφήνοντας το χέρι μου μπροστά στη μουσούδα του. Το μύρισε πρώτα, τρίβοντας στην συνέχεια την μύτη του στα παγωμένα μου δάχτυλα πριν βάλει το κεφάλι του στην παλάμη μου. «Έπεσε η θερμοκρασία, ε;»
Η γάτα μου νιαούρισε και πήδηξε πάνω στη βερέντα, στρώνοντας τον πωπό της μπροστά από την πόρτα μου. Έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη μου, βάζοντας τα στην κλειδαρότρυπα. Το μπρελόκ μιας μικρής, πορτοκαλί αλεπούς άστραψε ελαφρώς κάτω από το θερμό φως, τραβώντας την προσοχή της γάτας που πήδηξε γύρω από τα πόδια μου. Χαχάνισα ελαφρά, ανοίγοντας την πόρτα ολόκληρη για να μπει μέσα. Έτρεξε στον διάδρομο, σηκώνοντας το κεφάλι της και μυρίζοντας τον χώρο. Φαντάζομαι το νέο αποσμητικό λεβάντας δεν ήταν από τις αγαπημένες του μυρωδιές.
Πέταξα το μπουφάν στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα και περπάτησα προς την κουζίνα. Είχα κάπου μία κονσέρβα τόνου, λογικά χωμένη πίσω πίσω στο ψυγείο. Την είχα αγοράσει για να φτιάξω σαλάτα αλλά... ναι. Δεν με τράβηξε η σαλάτα. Ούτε ο τόνος στην προκειμένη περίπτωση. Τον έβγαλα από πίσω, ανοίγοντας το αλουμινένιο καπάκι και ψάχνοντας ένα πιάτο. Άκουσα την γάτα να νιαουρίζει πίσω μου πριν την νιώσω γύρω από τα πόδια μου.
YOU ARE READING
Dark Fairytale
Fantasy«Για έναν βασιλιά που μπορούσε να δημιουργήσει μόνο σκοτάδι, ήταν ο ήλιος του.» Την μία στιγμή, η Αλεξάνδρα τρέχει πίσω από μία μαύρη, άτυχη γάτα που έκλεψε την κορδέλα της μητέρας της. Την επόμενη, στέκεται μπροστά από έναν εξίσου άτυχο βασιλιά με...