Η είσοδος του κάστρου ήταν ένας τεράστιος, κενός χώρος. Μία σκάλα που έσπαγε στα δύο ήταν τουλάχιστον είκοσι μέτρα μακριά μου, με λευκές λεπτομέρειες από αγάλματα ζώων να κοσμούν τα κάγκελα. Πέντε πολυέλαιοι με τον μεσαίο να είναι ο μεγαλύτερος και να προσφέρει το περισσότερο φως φώτιζαν την μεγάλη αίθουσα. Μπορούσα να δω δύο διαδρόμους σε κάθε πλευρά να οδηγούν σε άλλα σημεία του κάστρου, μία πλατφόρμα στον δεύτερο όροφο καθώς ανέβαινες τις σκάλες σου επέτρεπε να κοιτάξεις κάτω. Και πάνω από την κεντρική σκάλα, μία τεράστια τζαμαρία με χρωματιστό τζάμι. Σχημάτιζε την εικόνα μίας γυναίκας, αλλά το πρόσωπο της είχε εδώ και χρόνια αναπληρωθεί με κενό γυαλί. Ήταν σαν να της είχαν κόψει το κεφάλι. Η έντονη βροχή κυλούσε σχεδόν σαν δάκρυα στον κενό χώρο.
«Βασίλισσα», μία γυναικεία φωνή ακούστηκε από τα δεξιά μου και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της. Μία κοπέλα στην ηλικία μου με αυτιά λαγού υποκλήθηκε μπροστά μου. «Επιτρέψτε μου να σας οδηγήσω στην κρεβατοκάμαρα σας και να αλλάξετε ρούχα.»
Δεν περίμενε την απάντηση μου, ξεκινώντας να περπατάει προς τα σκαλοπάτια. Την ακολούθησα αργά, παρατηρώντας την αντανάκλαση μου στο γυαλιστερό, ανοιχτό καστανό πάτωμα. Το μόνο χρώμα που έχω δει από όταν μπήκα σε εκείνη τη άμαξα. Ένα λεπτό χαλί που δεν είχα προσέξει πιο πριν κοσμούσε τα σκαλοπάτια, σε έναν τόνο μαύρου πιο ανοιχτό από το υλικό της πέτρας...
«Γιατί όλα είναι μαύρα;» αναρωτήθηκα δυνατά.
Φυσικά, καμία απάντηση από την κοπέλα. Στάθηκα στο χώρισμα της σκάλας και κοίταξα έξω από την χρωματιστή τζαμαρία. Ένας τεράστιος κήπος, με μαραμένα λουλούδια, δέντρα, θάμνους. Κατεστραμένες πέτρες και μικροαγάλματα, φαναράκια φτιαγμένα από μέταλλο γεμάτα σκουριά και ξεθωριασμένα από τον χρόνο. Λάσπη παντού κάλυπτε όλα τα χαλασμένα έπιπλα που τα είχαν σκαρφαλώσει φυτά. Νεκρά κλαδιά να αγκαλιάζουν κάτι καρέκλες και άλλες διακοσμήσεις του κήπου. Ο τόπος εδώ ήταν... μουντός. Καφέ και αποχρώσεις του γκρίζου ήταν το μόνο πράγμα που έβλεπα εδώ και ώρες. Ξαφνικά μου έλειπε το σπίτι μου με την πολύχρωμη ταπετσαρία που τόσο μισούσα τότε.
«Μεγαλειοτάτη», η φωνή της κοπέλας τράβηξε την προσοχή μου και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της. Είχε σταματήσει πάνω στον δεύτερο όροφο, περιμένοντας με να την ακολουθήσω.
Σήκωσα ελαφρώς τα φουστάνια μου, ανεβαίνοντας γοργά τις σκάλες για να την προλάβω. Σκούρες, λουλουδάτες ταπετσαρίες κοσμούσαν τους τοίχους του πλατύ διαδρόμου, με το λευκό ταβάνι να είναι το μόνο πράγμα που έδινε λίγο φως σε αυτή τη μαυρίλα. Χρυσοί, μικροί πολυέλαιοι μου επέτρεπαν να δω μερικά πορτραίτα που ήταν απλωμένα στους τοίχους.
STAI LEGGENDO
Dark Fairytale
Fantasy«Για έναν βασιλιά που μπορούσε να δημιουργήσει μόνο σκοτάδι, ήταν ο ήλιος του.» Την μία στιγμή, η Αλεξάνδρα τρέχει πίσω από μία μαύρη, άτυχη γάτα που έκλεψε την κορδέλα της μητέρας της. Την επόμενη, στέκεται μπροστά από έναν εξίσου άτυχο βασιλιά με...