Ένιωσα ένα σκούντηγμα στον ώμο μου. Άνοιξα τα βλέφαρα μου, τυφλώνοντάς με προσωρινά.
«... Δέχεσαι;» μία φωνή με ρώτησε στο αυτί.
«Εε...; Ναι, τι—»
«Δέχεται!» φώναξε και με αυτό κατάφερα να ξυπνήσω πλήρως.
Ένας χαρούμενος σάλος ακούστηκε από τα δεξιά μου και γύρισα το κεφάλι μου για να δω. Ένας χώρος, λευκός με ψηλούς ψηλούς κίονες και χρυσές λεπτομέρειες ήταν στολισμένος με μωβ κορδέλες και λουλούδια. Και μπροστά μου, δεκάδες άτομα ντυμένα στην εντέλεια με ζωώδη χαρακτηριστικά. Χειροκροτούσαν δυνατά, κάποιες θείτσες σκούπιζαν τα μάτια τους και κουνούσαν το μαντήλι τους προς το μέρος μου από συγκίνηση. Κοίταζα σαν χάνος, με το στόμα μου ανοιχτό. Έγλειψα τα χείλη μου, μέγα λάθος γιατί γεύτηκα κραγιόν.
Κοίταξα ξανά τα ρούχα μου. Ένα μακρύ φόρεμα, φουντωτό με αρκετή λουλουδένια δαντέλα στις άκρες του. Φορούσα τουλάχιστον πέντε φούστες από κάτω. Σήκωσα το φόρεμα μου για να δω τα πόδια μου στολισμένα με λευκά γοβάκια, που είχαν ροζ μικρά λουλούδια φτιαγμένα από κορδέλες στην μύτη. Τα χέρια μου είχαν διάφανα λευκά γάντια, ενώ μόλις πρόσεξα στο δάχτυλο μου ένα λεπτό, μαύρο δαχτυλίδι. Είχε μία λευκή αστραφτερή πέτρα πάνω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η μικρή λεπτομέρεια μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Το πάνω μέρος του φορέματος δεν είχε μανίκια, αλλά ο κορσές ήταν αρκετά άνετος. Μπορούσα να δω τα μακριά καστανά μαλλιά μου να γίνονται ελαφρά μία πιο ανοιχτή απόχρωση προς τις άκρες.
Ένας βήχας μου τράβηξε την προσοχή. Τα μάτια μου συναντήθηκαν με δύο σκούρα καστανά, σχεδόν μαύρα. Έντονο σαγόνι με σχετικά λεπτό πρόσωπο. Ελαφρώς χοντρά, μαύρα φρύδια που ξάπλωναν σχεδόν βαριεμένα. Μακριές μαύρες βλεφαρίδες, μαύροι κύκλοι που είχαν καλυφθεί λίγο άτσαλα με μέικ άπ στην απόχρωση της χρυσής επιδερμίδας του. Τα χείλη του ήταν πιεσμένα σε μία ίσια γραμμή, σαν να μην ήθελε να βρίσκεται μπροστά μου. Ολόμαυρο κουστούμι που άστραφε κάπως μπλε υπό το φως των κεριών από πάνω μας. Τα μαλλιά του ήταν κοντά μπροστά και γύρω από το κεφάλι του, με μερικές μακριές τούφες να πέφτουν από τους ώμους έως και την μέση του κορμού του.
«Να ζήσουν οι νιόπαντροι!» φώναξε μία γιαγιάκα από το βάθος και τίναξα το κεφάλι μου προς το μέρος της.
«Νιόπαντροι;» ίσα ίσα βγήκε η φωνή μου από το στόμα μου. Ο άνδρας με έπιασε από το μπράτσο και με γύρισε προς τα δύο σκαλιά που τα κατεβήκαμε με μιας, περπατώντας γρήγορα προς τις πύλες που λογικά οδηγούσαν έξω. «Μισό καλέ! Τι εννοέι νιόπαντροι;!»
YOU ARE READING
Dark Fairytale
Fantasy«Για έναν βασιλιά που μπορούσε να δημιουργήσει μόνο σκοτάδι, ήταν ο ήλιος του.» Την μία στιγμή, η Αλεξάνδρα τρέχει πίσω από μία μαύρη, άτυχη γάτα που έκλεψε την κορδέλα της μητέρας της. Την επόμενη, στέκεται μπροστά από έναν εξίσου άτυχο βασιλιά με...