Ένας ζεστός αέρας χτυπούσε ελαφρώς το σώμα μου. Πετάρισα τις βλεφαρίδες μου, βλέποντας τις σκιές από φυλλωσιές δέντρου να χορεύουν πάνω στα πόδια μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να συνηθίσω το φωτισμό. Ο ήλιος ήταν ψηλά στον ουρανό, χωρίς κανένα σύννεφο να τον περιτριγυρίζει. Έμοιαζε σαν καλοκαίρι, κάτι που μου πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω.
Χειμώνας δεν ήταν πριν... ένα λεπτό;
Σηκώθηκα απότομα, χάνοντας την ισορροπία μου. Στηρίχθηκα στο το δέντρο από πίσω, κοιτώντας το τοπίο μπροστά μου. Ήμουν πάνω σε έναν αρκετά ψηλό λόφο. Μπορούσα να δω κάτι που έμοιαζε σαν χωριό ή μικρή πόλη στο βάθος και ένα ποτάμι να λειτουργει ως διαχωριστική γραμμή. Καπνός ερχόταν από μερικές καμινάδες. Μεγάλα πράσινα λιβάδια γεμάτα με λουλούδια υπήρχαν τριγύρω, με κάτι που έμοιαζε με σπασμένους κίονες να βγαίνουν από το έδαφος.
«Πού είμαι...;» αναρωτήθηκα φωναχτά και έφερα το χέρι μου μπροστά από τα μάτια μου.
Δεν φορούσα πλέον το μπουφάν μου. Ίσως θα έπρεπε να είχα αντιληφθεί πιο πριν το γεγονός πως δεν φορούσα κανένα από τα ρούχα μου. Ένα λευκό φόρεμα φτιαγμένο από ελαφρύ υλικό αγκάλιαζε το σώμα μου, αμάνικο και με διπλωσιές στις άκρες. Έφτανε ως τα γόνατα μου, με διάφορα κεντημένα σχέδια λουλουδιών στο τελείωμα. Το δέρμα μου είχε λευκές τρίχες, κατάλευκες σαν το χιόνι. Ήμουν ξυπόλητη, με το γρασίδι να ξεπηδάει ανάμεσα από τα δάχτυλα μου. Τα νύχια μου ήταν λευκά, ολόλευκα σαν το γάλα. Και δεν έμοιαζε να είναι βαφή.
Το να πω πως ήμουν σε σοκ δεν θα ήταν αρκετό.
Πέθανα; Πνίγηκα στο νερό;
Έφερα το χέρι μου στον λαιμό μου, νιώθοντας έναν μικρό κόμπο. Κάτι χνουδωτό ακούμπησε τις γάμπες μου και γύρισα απότομα πίσω. Έπιασα κάτι άσπρο με την άκρη του ματιού μου και προσπάθησα να το ακουλουθήσω, γυρνώντας μόνο το κεφάλι μου προς τα πίσω. Μία μεγάλη, λευκή ουρά έβγαινε κάτω από το φόρεμα μου. Τεντώθηκε καθώς ανασήκωσα τα φρύδια μου, σαν να ένιωσε το ξάφνιασμα μου. Το σαγόνι μου έμεινε ανοιχτό, καθώς μπορούσα να την δω να κουνιέται. Σχεδόν σαν να την κουνούσα εγώ. Έβαλα τα χέρια μου στην μέση μου, ακολουθώντας την αρχή της ουράς ως την σπονδυλική μου στήλη.
Ξεροκατάπια.
Κάτι μετακίνησε τα μαλλιά μου προς τα πίσω και τίναξα τα χέρια μου στο κεφάλι μου. Χνουδωτά, τριγωνικά αυτιά. Λίγο πιο μικρά από το χέρια μου. Μπορούσα, προς δικιά μου φρίκη, να νιώσω το άγγιγμα μου στο δέρμα τους. Τινάχθηκα όταν γλίστρησα ένα δάχτυλο μέσα, με τον πόνο να είναι ίδιος όπως όταν έβαζα την μπατονέτα βαθιά στα ανθρώπινα αυτιά μου. Τα οποία, τώρα που προσπάθησα να τα βρω, έλειπαν.
KAMU SEDANG MEMBACA
Dark Fairytale
Fantasi«Για έναν βασιλιά που μπορούσε να δημιουργήσει μόνο σκοτάδι, ήταν ο ήλιος του.» Την μία στιγμή, η Αλεξάνδρα τρέχει πίσω από μία μαύρη, άτυχη γάτα που έκλεψε την κορδέλα της μητέρας της. Την επόμενη, στέκεται μπροστά από έναν εξίσου άτυχο βασιλιά με...