Κεφάλαιο 6

25 4 8
                                    

   Η Κρυσταλλία κουβαλώντας τον δίσκο μπήκε χωρίς να χτυπήσει από την μισάνοιχτη πόρτα του γωνιακού δωματίου του ξενώνα όπου φιλοξενούνταν η Λευκοθέα. Πάτησε απαλά πάνω στο σανιδένιο πάτωμα περπατώντας ήσυχα πάνω στις λευκές φλοκάτες για να αφήσει τον δίσκο πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της.
Η Λευκοθέα δεν γύρισε να την κοιτάξει όλα  αυτά τα λεπτά ούτε της έδωσε το λόγο . Τα μάτια της κοιτούσαν το πάτωμα και η θλίψη είχε σκάψει με τα αλμυρά της ρυάκια το αρμονικό της πρόσωπο. Φορούσε ένα μακρύ βαμβακερό φόρεμα με κεντήματα στα μανίκια ενώ είχε σκεπαστεί ως το πηγούνι με κουβέρτα παρόλο που υπήρχε ζέστη μέσα στο δωμάτιο. Είχε κλείσει τις ροζ κουρτίνες κρατώντας το σκοτάδι της νύχτας απέξω ενώ άκουγε τους νυχτερινούς ήχους των πουλιών που έβγαιναν για κυνήγι ωστόσο είχε αφήσει ένα πορτατίφ ανοικτό για να μην σκουντουφλήσει πουθενά μέσα στον ανοίκειο χώρο. Όταν είχε ξυπνήσει από την λιποθυμία της πριν αρκετή ώρα, είχε βρει ένα καθαρό φόρεμα για ύπνο ,μυρωδάτα εσώρουχα ,ζεστό νερό και ένα σπίτι που της απέπνεε ασφάλεια. Δεν είχε όρεξη να συναντήσει τους κατοίκους του,όχι ακόμη τουλάχιστον. Σύντομα είχε σκοπό να βρει μια δουλειά για να μην είναι βάρος και έπειτα να θα τους βοηθούσε με όποιο τρόπο μπορούσε .

   Οι μαύρες μέρες των δύο μηνών ,οι βιασμοί ,ο ξυλοδαρμός ,οι ατελείωτες δουλειές μαζί με τον ψυχολογικό πόλεμο   δεν έφευγαν στιγμή  από το μυαλό της και τρόμαζε με τον ίδιο της τον εαυτό στην σκέψη  ότι μπορεί η ψυχή της να είχε μαυρίσει από την αδικία γυρνώντας τον πόνο σε θυμό και εκδίκηση. Η παλιά Λευκοθέα θα τα αντιμετώπιζε αυτά με αισιοδοξία λέγοντας ότι όλα μέσα στην ζωή είναι . Η καινούργια Λευκοθέα είχε ρίξει επίτηδες υγρό απορρυπαντικό πιάτων μέσα στο φαγητό της Ασπασίας η οποία κατά πάσα πιθανότητα έτρωγε το ξύλο της χρονιάς της από τον Ντράκο και το χειρότερο ήταν ότι δεν ένιωθε καμία τύψη που από δική της υπαιτιότητα υπέφερε μια άλλη γυναίκα. Τα δάχτυλα της χάιδευαν την κοιλιά της όπου το μωρό της κοιμόταν ατάραχο. Τι και αν ήταν καρπός βιασμού ένιωθε ότι ήθελε να το γεννήσει ,δεν είχε δικαίωμα να του στερήσει την ύπαρξη του. Όμως ,πως θα το μεγάλωνε δίχως ψυχή ?αυτή ήταν η μόνη ανησυχία της. Δεν ήθελε να γίνει ένα πλάσμα ψυχρό και αναίσθητο και η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν έτοιμη να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Έμοιαζε με δέντρο που βίαια το είχαν ξεριζώσει από τον τόπο του ,που έπρεπε να δώσει δύναμη στις ρίζες αν ήθελε να σταθεί ορθό. Ένιωθε την αλλαγή μέσα της. Τα μάτια της είχαν χάσει πια την σπιρτάδα και την ζωντάνια τους έχοντας πια μετατραπεί σε δύο κομμάτια πάγου.
  Το απαλό άγγιγμα της Κρυσταλλίας  την ξάφνιασε όπως και το φως που την έκανε να μισοκλείσει τα μάτια της . Δύο θυμωμένα κομμάτια πάγου κρεαυνοβόλησαν την ήσυχη Κρυσταλλία που την κοιτούσε σταθερά με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της με το κεφάλι λίγο ριγμένο πίσω ενώ τα  μαλλιά της αγκάλιαζαν την λεπτή παιδική σιλουέτα . Η Κρυσταλλία είχε εντυπωσιαστεί από την ομορφιά της γυναίκας απέναντι της. Τα λευκά μακριά της μαλλιά που πλαισίωναν το χλωμό γωνιώδες πρόσωπο με τα ψυχρά μάτια της την έκαναν να μοιάζει με άγγελο επί γης .
Γοργά έβγαλε το σημειωματάριο της και έγραψε με τα μάτια της Λευκοθέας να την κοιτούν με απορία χωρίς να εγκαταλείπει την αυστηρή της έκφραση :
Γεια σου εγώ είμαι η Κρυσταλλία . Τα μαλλιά σου είναι πανέμορφα ! Σου έφερα κάτι να φας ,η μαμά είπε πως είσαι έγκυος δηλαδή ότι έχεις ένα μωράκι στην κοιλιά σου. Σε θυμάμαι που μας είχες σερβίρει εκείνο το γλυκό τότε στην Κεφαλλονιά.Ποιο είναι το όνομα σου ?
Η Κρυσταλλία πλησίασε την άκρη του κρεβατιού απλώνοντας το χέρι της με την Λευκοθέα να το παίρνει διστακτικά διαβάζοντας τις λίγες αράδες με τα χείλη της να τανύζονται σε ένα χαμόγελο. Ωστόσο ,γρήγορα το μυαλό της γέμισε με εικόνες της μητέρας της και του πατέρα που είχε χάσει. Τα χείλη της σφίχτηκαν σαν να καταπιε πικρό φαρμάκι. Δεν είχε ούτε μια φωτογραφία τους για να θυμάται ότι κάποτε είχε οικογένεια.
-Μπορείς να ακούσεις αλλά όχι να μιλήσεις για αυτό γράφεις σωστά ?την ρώτησε η Λευκοθέα με τα μάτια της να μαλακώνουν ωστόσο η φωνή της παράμενε σταθερή και κοφτή.
- Εγώ είμαι η Λευκοθέα όσο για το γλυκό για εσένα ναι θα το έφτιαχνα ξανά πριγκίπισσα. Που είναι το βραχιόλι σου ?την ρώτησε αποστρέφοντας το βλέμμα της από το πρόσωπο που της θύμιζε τόσο πολύ το ραντεβού με την Υακίνθη που δεν έγινε ποτέ ,τα πεθαμένα της συναισθήματα που ποτέ δεν θα έβρισκε ξανά αφού είχε εξαναγκαστεί να κάνει έρωτα με έναν άντρα. Ποτέ πια δεν θα μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή με κάποια γυναίκα όσο και αν πέθαινε μέσα της να γνωρίσει την Υακίνθη ,άλλη μια σκέψη που θα γινόταν ασήκωτο βάρος στο ταραγμένο της μυαλό.

Η Κατάρα της Νύχτας Βιβλίο 2 #TYS2023Where stories live. Discover now