1.Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη

55 10 3
                                    

Ήταν κοντά μεσάνυχτα και παρόλο που οι λάμπες έδιναν φως στους δρόμους, κατάφερναν να κάνουν την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ανατριχιαστική, πόσο μάλλον εκείνη η λάμπα στο τέλος του πεζοδρομίου, που δεν σταματούσε να αναβοσβήνει, θυμίζοντας κάποια σκηνή από θρίλερ.

Δεν της άρεσε να γυρνάει τέτοιες ώρες σπίτι, δεν ήταν κάτι που συνήθιζε. Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να φανταστεί τι θα γινόταν αν το μάθαινε ο πατέρας της, αν ζούσε! Θα άκουγε τον εξάψαλμο και θα σπαταλούσε ώρες ολόκληρες για να της κάνει μαθήματα συμπεριφοράς, μα δεν έφταιγε, τα παιδιά επιμένανε να μείνει και δεν ήθελε να ήταν εκείνη που θα χαλούσε το κέφι τους, μα και που έφυγε δύο ώρες μετά, τι άλλαξε; Παρέμειναν στο μαγαζί, απλά την αποχαιρέτησαν πιο εγκάρδια, άσε που κανείς δεν προσφέρθηκε να την συνοδέψει στο σπίτι, και έτσι κατέληξε να περπατάει στους άδειους δρόμους της Αγγλίας, μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, μόνη, με το κοντό της φόρεμα, το μακρή παλτό που δεν ένιωθε να την ζεσταίνει καθόλου, και τα ψηλά της γοβάκια, που για κακή της τύχη τα είχε πάρει και ένα νούμερο μικρότερα, έχοντας κάνει τα πόδια της πληγές.

Δεν θα το ξανά έκανε όμως, δεν θα ξανά έβαζε τον εαυτό της σε τέτοια ταλαιπωρία. Δεν της άρεσε να βγαίνει σε τέτοια μέρη, η δυνατή μουσική της δημιουργούσε πονοκέφαλο και τα φώτα την ζάλιζαν, άσε που δεν ήξερε να χορεύει ή δεν είχε δοκιμάσει ποτέ να ακολουθήσει τον ρυθμό, έναν ρυθμό που ούτε που καταλάβαινε. Της Ανελίζ της άρεσε άλλου είδους μουσική, πιο ρομαντική, πιο ήρεμη, πιο χαλαρωτική.

Δεν ήταν αυτός ο τρόπος που διασκέδαζε και ακόμα δεν είχε καταλάβει πως κατάφερναν κάθε φορά να την πείθουν, και να έλεγε πως άλλαζε κάτι; Πάντα είχε την ίδια κατάληξη, να γυρνάει μόνη της, σε δρόμους γεμάτους από μεθυσμένους, κι ας της υποσχέθηκαν πως θα δεν θα καθόντουσαν πολύ και θα έφευγαν παρέα.

Το κεφάλι κάτω, μια αφορμή και το μυαλό τους έπλαθε σενάρια, και δεν ήθελε να πρωταγωνιστήσει σε κανένα από αυτά. Έπρεπε να περνούσε την Κυριακή της φορώντας την ζεστή της πιτζάμα, στον καινούριο της καναπέ με το αγαπημένο της βιβλίο και εννοείτε την ζεστή της σοκολάτα με γεύση φράουλα. Και μόνο στην ιδέα αναστέναξε, δυστυχώς είχε ακόμα αρκετό δρόμο για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της και τα πόδια της είχαν ήδη ξεκινήσει να λυγίζουν από τον πόνο.

Σταμάτησε σε ένα παγκάκι και έδωσε λίγο χρόνο στον εαυτό της να συνέλθει, έβγαλε την γόβα και άγγιξε την πληγή της ενώ στην επαφή που είχε με το δάχτυλό της, ο πόνος έγινε πιο επώδυνος. Ούτε εκείνη δεν ήξερε τον λόγο που είχε την ανάγκη να την παρατηρήσει, δεν είχε ούτε μαγικές δυνάμεις για να τις επουλώσει, ούτε την ειδικότητα του γιατρού. Ξανά φόρεσε τα παπούτσια της και με ότι δύναμη της είχε απομείνει, χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, συνέχισε την διαδρομή της. Ευτυχώς δεν έβρεχε, αυτό σκέφτηκε, αφού ήταν ένα φαινόμενο αρκετά συχνό, συν ότι είχε ξεχάσει την ομπρέλα στο αμάξι του Άλβιν, της άρεσε που θα γυρνούσαν μαζί, μα όταν του είπε να την πάει σπίτι, εκείνος έκανε πως δεν άκουγε, δεν ήθελε, και δεν ήθελε ούτε εκείνη να του χαλάσει την βραδιά. Έπρεπε κάποια στιγμή να ξανά δώσει για αυτό το ρημάδι δίπλωμα, μετά την δεύτερη φορά που κόπηκε στην οδήγηση, τα παράτησε, την φόβιζε και είχε καταλήξει ότι δεν είναι όλοι για όλα, καλύτερα να μην έπαιρνε το δίπλωμα, παρά να αφαιρέσει την ζωή από κάποιον άνθρωπο που δεν της έφταιγε σε τίποτα.

No Rain No FlowersDonde viven las historias. Descúbrelo ahora