POV ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Οι μέρες πέρασαν και οι εξετάσεις τελειώνουν. Σήμερα δίνουμε το τελευταίο μάθημα. Μας άφησαν τελευταίο μάθημα το πιο εύκολο. Τα αγγλικά. Δεν ασχολήθηκα σχεδόν καθόλου, είμαι σίγουρος ότι θα γράψω καλά. Πάντοτε ήμουν πολύ καλός σε αυτά και είχα καλούς βαθμούς. Δεν χρειαζόταν να διαβάσω ιδιαίτερα. Οι περισσότεροι νομίζω δεν θα διάβασαν καθόλου. Τα αγγλικά ήταν το μόνο μάθημα που είχαμε περάσει όλοι πριν τις εξετάσεις. Για αυτό όλοι θα πάμε σήμερα χαλαρά να δώσουμε. Χωρίς κανένα άγχος. Δεν είναι ότι τις άλλες μέρες ήταν κάποιος ιδιαίτερα αγχωμένος αλλά δεν ήταν ούτε και χαλαρός όπως σήμερα.
Σήμερα δίνουμε στις έντεκα και όχι στις οχτώ όπως τις άλλες μέρες. Αυτό είναι καλό μάλλον. Χρειαζόμουν λίγο περισσότερο ύπνο. Από αύριο δεν θα χρειάζεται να ξυπνάω από τις επτά το πρωί κάθε μέρα. Θα μπορώ να ξυπνάω οπότε γουστάρω χωρίς να σκέφτομαι ότι θα αργήσω στο σχολείο. Μπορεί να μην είμαι μεγάλος φαν του καλοκαιριού αλλά μου αρέσει που είμαστε πιο ελεύθεροι.
Ενώ έφτανα στο σχολείο, χτύπησε το κινητό μου. Με έπαιρνε η Αντωνία. Έδινε και αυτή αγγλικά σήμερα αλλά στις οχτώ. Μόλις σήκωσα το τηλέφωνο, άκουσα την Αντωνία λίγο αναστατωμένη. Σαν να βαριά ανάσανε.
«Συμβαίνει κάτι;»
«Άλεξ, σε χρειάζομαι. Μπορείς να έρθεις στο στέκι μας;» Υπήρχε ακόμα αυτή η αναστάτωση στη φωνή της. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Μπορεί να είχε αυτή την αναστάτωση στη φωνή της αλλά δεν ακουγόταν κάτι σοβαρό.
«Αντωνία σε λίγα λεπτά δίνω αγγλικά. Δεν μπορώ να έρθω».
«Μπορείς να έρθεις μετά τις εξετάσεις; Θέλω να σου μιλήσω».
«Έχω κανονίσει να πάω στην παραλία με την Μαριάνθη».
«Δεν γίνεται να πας πιο μετά;»
«Αντωνία τι συμβαίνει; Έπαθες κάτι; Να ανησυχήσω;» Έχω ανησυχήσει ήδη. Πρώτη φορά επιμένει τόσο. Πρέπει να είναι κάτι σημαντικό.
«Όχι δεν συμβαίνει κάτι», αυτή τη φορά η φωνή της ακουγόταν ήρεμη. Σαν να μην συμβαίνει όντως κάτι. «Απλά θέλω να μιλήσουμε αλλά αν έχεις κανονίσει είναι εντάξει». Μπορεί να έχω κανονίσει αλλά θέλω να πάω να την βρω. Αυτή είναι πάντα εδώ για μένα όταν την χρειάζομαι, θέλω και εγώ να κάνω το ίδιο.
«Όχι είναι εντάξει. Κοίτα σε τριάντα λεπτά θα έχω τελειώσει οπότε σε περίπου σαράντα λεπτά θα είμαι εκεί. Περίμενε με».
«Πραγματικά δεν χρειάζεται να αλλάξεις το πρόγραμμα σου για μένα. Θα είμαι εντάξει».
«Αντωνία μίλησα. Θα έρθω οπωσδήποτε. Σε κλείνω τώρα, θα τα πούμε σε λίγο», της είπα και προτού προλάβει να πει κάτι έκλεισα το τηλέφωνο. Άντε να τελειώνω και με αυτό για να πάω να την βρω.
Μόλις πήρα τα θέματα ξεκίνησα να γράφω. Ήταν όσο γελοία τα περίμενα. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολα και όταν δίνουμε εξετάσεις για το πτυχίο. Σε είκοσι λεπτά είχα τελειώσει κιόλας. Οι περισσότεροι δηλαδή. Αλλά έπρεπε να περιμένουμε να περάσει η μισή ώρα για να δώσουμε τα γραπτά.
Όση ώρα περίμενα σκεφτόμουν την Αντωνία. Τι μπορεί να είναι αυτό που θέλει να μου πει; Στην αρχή μου φάνηκε κάτι το σημαντικό αλλά αργότερα με καθησύχασε. Για να επέμενε όμως τόσο στην αρχή κάτι το σημαντικό θα είναι, δεν γίνεται αλλιώς. Σκέφτομαι ότι ίσως πρόκειται για τα ναρκωτικά. Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ξανά κύλησε. Δεν γίνεται να ξανά κύλησε. Είχε ξεκόψει μια και καλή. Τα πήγαινε όλο και καλύτερα. Ίσως απλά να μπήκε στον πειρασμό. Αυτό είναι. Το βρήκα. Απλά μπήκε στον πειρασμό αλλά δεν πήρε. Εγώ ο ίδιος της είχα πει ότι όταν το παθαίνει αυτό να μου τηλεφωνεί. Ναι αυτό συμβαίνει. Το βρήκα.
«Τα τριάντα λεπτά πέρασαν. Μπορείτε να παραδώσετε τα γραπτά σας όσοι τελειώσατε», μας ανακοίνωσε η Παρασκευαΐδου. Περίπου δέκα άτομα σηκώθηκαν και παρέδωσαν τα γραπτά τους.
Μόλις παρέδωσα και εγώ το δικό μου είδα την Μαριάνθη να με κάνει νόημα. Ήθελε να την περιμένω απέξω καθώς σε λίγο τελειώνει. Γαμωτο ξέχασα να την ειδοποιήσω ότι θα έπρεπε να καθυστερήσουμε το μπάνιο μας για λίγο. Θα της το πω μετά όμως.
Προχωρούσα όσο πιο γρήγορα γινόταν για να πάω στην Αντωνία. Ήθελα να ξεμπερδεύω με αυτό όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πέντε λεπτά προτού φτάσω στο στέκι μας χτύπησε το κινητό μου. Στην οθόνη του ήταν γραμμένο το όνομα της Μαριάνθης.
«Που είσαι; Σου είπα να με περιμένεις», μου είπε προτού προλάβω να μιλήσω. Θα έπρεπε πάλι να της πω μια δικαιολογία. Δεν γνωρίζει ούτε μια λεπτομέρεια για την Αντωνία.
«Ε κάτι προέκυψε και έπρεπε να φύγω». Ακούστηκε ένας αναστεναγμός μόλις με άκουσε. «Μην ανησυχείς όμως, σε δεκαπέντε λεπτά θα είμαι πίσω. Πήγαινε εσύ στην καφετέρια και θα έρθω από εκεί να σε πάρω».
«Σίγουρα; Αν δεν προλαβαίνεις πες το μου για να φύγω».
«Προλαβαίνω άνετα. Σε ένα τέταρτο θα είμαι στην καφετέρια να σε πάρω για να πάμε για το πρώτο μας μπάνιο».
«Εντάξει, θα περιμένω», μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Κάποια στιγμή πρέπει να της μιλήσω για όλα αυτά που συνέβησαν στην ζωή μου αφού χωρίσαμε.
Αφού έκλεισα το κινητό μου κοίταξα μπροστά μου και είδα πως είχα φτάσει. Υπήρχε απόλυτη ηρεμία. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Όχι μόνο από το σπίτι αλλά και απέξω. Ήταν σαν να πάγωσαν όλα. Πολύ περίεργο συναίσθημα.
Αφού μπήκα στο σπίτι φώναξα το όνομα της Αντωνίας αλλά δεν έλαβα απάντηση. Μάλλον φορούσε τα ακουστικά της. Πολλές φορές το κάνει.
«Αντωνία!», φώναξα αλλά πάλι δεν έλαβα απάντηση. Μου φαίνεται περίεργο, φώναξα πολύ δυνατά δεν γίνεται να μην με άκουσε, έστω και αν φοράει ακουστικά.
Είχα φτάσει ήδη στο πίσω δωμάτιο του σπιτιού. Συνήθως εκεί καθόμαστε. Κυρίως γιατί δεν ακούγεται τόσο πολύ η φασαρία που κάνουμε. Αμέσως άνοιξα την πόρτα. Μόλις μπήκα μέσα το βλέμμα μου προσγειώθηκε στο πάτωμα. Μόλις το αντίκρισα μου κόπηκε η ανάσα.
Η Αντωνία πεσμένη στο πάτωμα χωρίς να κουνιέται. Ήταν πεσμένη ανάσκελα με τα μάτια της ορθάνοιχτα. Το αίμα μου είχε παγώσει. Ένιωθα σαν να μην μπορούσα να κουνηθώ. Σαν να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Είχα μείνει ακίνητος να την κοιτάω. Ανήξερος για το τι πρέπει να κάνω. Την κοιτούσα προσεκτικά. Τα μάτια της ήταν κενά. Δεν υπήρχε ζωή μέσα τους. Δεν υπήρχε ίχνος γαμημενης ζωής μέσα τους. Η μύτη της αιμορραγούσε. Υπήρχαν αίματα αλλά και ίχνη άσπρων ουσιών. Τότε πρόσεξα δίπλα της κάποια άδεια σακουλάκια. Σακουλάκια που είχαν και αυτά ίχνη άσπρων ουσιών. Αυτά τα ίχνη υπήρχαν και στο πάτωμα και στα ρούχα της. Γαμωτο δεν γίνεται να το έκανε.
Άρχισα να την πλησιάζω σιγά σιγά. Έσκυψα από δίπλα της και την κοίταξα. Γαμωτο ήταν νεκρή. Έψαχνα για ένα ίχνος ζωής επάνω της αλλά δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι είναι ζωντανή. Ήταν νεκρή. Ένιωθα την ανάγκη να κλάψω. Να θρηνήσω για αυτήν. Αλλά δεν μπορούσα. Τα μάτια μου ήταν τόσο ξηρά. Πρώτη φορά έχω τόσο μεγάλη ανάγκη να κλάψω και δεν μπορώ.
Πέρασα το χέρι μου στο μάγουλο της και την χάιδεψα. Την χάιδεψα όσο πιο απαλά μπορούσα. Με το χέρι μου της έκλεισα τα μάτια. Δεν άντεχα να βλέπω αυτό το κενό μέσα τους. Συνέχισα να την χαϊδεύω με απαλές κινήσεις.
«Γιατί;», ρώτησα σαν να περίμενα να μου απαντήσει. Ήλπιζα να μου απαντήσει. Περίμενα μια γαμημενη απάντηση από μια νεκρή.
«Γιατί; Απλά γιατί;», αναρωτιόμουν συνέχεια. Η φωνή μου ακουγόταν τόσο ήρεμη. Δεν είχα ούτε το κουράγιο να φωνάξω.
Έκατσα στο πάτωμα δίπλα της και συνέχισα να την χαϊδεύω. Της έπιασα το χέρι και το κράτησα σφιχτά. Δεν ήθελα να την αφήσω.
«Πήγες να τον βρεις», είπα συνεχίζοντας να μιλάω μόνος μου αλλά με την ελπίδα να μου απαντήσει. Ήταν τόσο νεκρή στα μάτια μου αλλά η καρδιά μου δεν το πίστευε.
«Ξέρω πόσο πολύ ήθελες να πας να τον βρεις. Όμως αυτός σε ήθελε εδώ στην γη γαμωτο. Σε ήθελε εδώ να πολεμήσεις για ένα καλύτερο αύριο. Του υποσχέθηκες ότι θα ξέκοβες γαμωτο», συνέχισα να λέω σκεπτόμενος εκείνη την φορά που μου μίλησε για το αγόρι της, για τον Αλέξανδρο της.
«Θα μπορούσες να τον βρεις αργότερα Αντωνία. Γιατί βιάστηκες γαμωτο;», είπα και μερικά δάκρυα έφυγαν από τα μάτια μου. Ελάχιστα όμως. Δεν έφευγαν άλλα.
Νιώθω τόσο μεγάλο πόνο αλλά δεν μπορώ να τον εκφράσω. Δεν ξέρω τι να κάνω γαμωτο. Είμαι εδώ με την Αντωνία αλλά είναι νεκρή. Η Αντωνία είναι νεκρή. Γαμωτο πως γίνεται να το συνειδητοποιήσω. Πως γίνεται κάποιος να συνειδητοποιήσει τον θάνατο ενός ανθρώπου ενώ πριν λίγο άκουγε τη φωνή του.
Γαμωτο αν ερχόμουν νωρίτερα εδώ θα την είχα προλάβει. Αν δεν σκεφτόμουν τις γαμημενες εξετάσεις και ερχόμουν εδώ δεν θα ήταν νεκρή. Θα την είχα εμποδίσει από το να πάρει αυτές τις γαμημενες ουσίες. Θα την είχα σώσει.
Μου είπε ότι έχει ανάγκη να μου μιλήσει. Το κατάλαβα στην φωνή της πως κάτι συμβαίνει. Το κατάλαβα και εγώ ο μαλακας δεν ήρθα. Πήγα να γράψω αντί να έρθω. Πόσο ηλίθιος είμαι; Πόσο γαμημενα ηλίθιος είμαι;
Ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά το κινητό μου ξανά χτύπησε. Ήταν η Μαριάνθη. Αμέσως το έκλεισα. Έπρεπε κάτι να κάνω. Πήρα αμέσως τηλέφωνο την αστυνομία. Ανέφερα το περιστατικό ανώνυμα. Δεν ξέρω αλλά δεν ήθελα να πω το όνομά μου. Δεν ήθελα να με βρει η αστυνομία εδώ. Ήξερα ότι θα έμπλεκα άσχημα. Για τον ίδιο λόγο και η Αντωνία είχε φύγει εκείνη την μέρα. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να μείνω εδώ μαζί της αλλά έπρεπε να φύγω.
Έκατσα στα γόνατα μου και έσκυψα επάνω από το κεφάλι της. Ήθελα να της πω κάτι τελευταίο. Το χρειαζόμουν.
«Καλό παράδεισο, Αντωνία μου. Είσαι με τον Αλέξανδρο σου τώρα», της είπα με την φωνή μου να σπάει. Της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο και την κοίταξα για μια τελευταία φορά. Την κοίταξα πολύ προσεκτικά. Θέλω να θυμάμαι το πρόσωπο της για πάντα.
Σηκώθηκα όρθιος και της γύρισα την πλάτη για να φύγω. Δεν γύρισα να την κοιτάξω. Δεν άντεχα να την ξανά κοιτάξω. Έφυγα περπατώντας γρήγορα με λίγα ακόμα δάκρυα πεσμένα στα μάγουλα μου. Πονούσα που την άφηνα μόνη. Γαμωτο τα τελευταία λεπτά της ζωής ήταν μόνη της. Δεν είχε κανέναν στο πλάι της. Είναι τόσο άδικο γαμωτο.
Κρύφτηκα στη γωνία και περίμενα την αστυνομία να έρθει. Περίπου μετά από πέντε λεπτά ήρθε ένα περιπολικό μαζί με το ασθενοφόρο. Μπήκανε μέσα και μετά από λίγα λεπτά βγήκανε έξω. Όχι μόνοι τους όμως. Αλλά με την Αντωνία ανεβασμένη πάνω στο φορείο μέσα σε μια μαύρη σακούλα. Η Αντωνία μέσα σε μια μαύρη σακούλα. Την βάλανε μέσα στο ασθενοφόρο και έφυγαν. Απλά έφυγαν. Την πήραν και έφυγαν. Ήταν σίγουρα νεκρή. Δεν θα την ξανά έβλεπα. Δεν θα την ξανά έβλεπα να γελάει. Δεν θα ξανά άκουγα το γέλιο της. Δεν θα ξανά έβλεπα τα όμορφα σκουρόχρωμα κάστανα μάτια της. Δεν θα την ξανά έβλεπα ποτέ. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Η τελευταία φράση που μου είπε ήταν ότι θα είναι εντάξει. Μου είπε ότι θα είναι εντάξει. Αλλά δεν είναι γαμωτο. Δεν είναι καθόλου εντάξει. Είναι νεκρή. Πέθανε. Γαμωτο έπρεπε να είναι εντάξει. Μου το είπε. Είπε ότι θα είναι εντάξει. Έτσι έπρεπε να είναι. Έπρεπε να πήγαινα να την βρω και να είναι εντάξει. Να είναι καλά. Να είναι ζωντανή. Τα μάτια της να είναι γεμάτα ζωντάνια. Η μύτη της να είναι μια χαρά χωρίς αίματα. Να μην υπάρχουν ίχνη ναρκωτικών. Έπρεπε να κάθεται και να με περιμένει. Έπρεπε να είναι ζωντανή. Να είναι εντάξει.
Αλλά δεν είναι. Πρέπει να το χωνέψω. Πρέπει να ζητήσω βοήθεια από κάποιον. Πρέπει κάτι να κάνω. Η αστυνομία δεν θα είναι δύσκολο να με βρει. Αν ψάξουν τις συνομιλίες της Αντωνίας θα βρουν τα μηνύματα μας. Επίσης αν πήραν αποτυπώματα θα βρουν τα δικά μου. Εκείνο το δωμάτιο είναι γεμάτο με αποτυπώματα μου. Γαμωτο χρειάζομαι βοήθεια. Πρέπει να μιλήσω στον πατέρα μου. Είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να με βοηθήσει. Είναι δικηγόρος. Θα ξέρει τι να κάνουμε. Επίσης έχω την ανάγκη σε κάποιον να μιλήσω. Θέλω κάποιον να με ακούσει. Να του μιλήσω για τα συναισθήματα μου. Αυτός ο κάποιος είναι ο πατέρας μου.
Έφυγα τρέχοντας από εκείνη την γειτονιά και κατευθύνθηκα στο κέντρο του νησιού. Ήταν περίπου τριάντα λεπτά δρόμος. Αλλά έτρεχα τόσο πολύ που στα δεκαπέντε λεφτά είχα σχεδόν φτάσει. Έτρεχα σαν τρελός. Όλοι με κοιτούσαν. Με κοιτούσαν κάπως καχύποπτα. Άλλοι με θεώρησαν απλά τρελό.
Ήμουν ακριβώς έξω από το γραφείο του πατέρα μου. Φοβόμουν την αντίδραση του. Το πιο πιθανό είναι να μείνει στο γεγονός ότι ο γιος του έκανε παρέα με μια ναρκομανή. Μετά θα μου βάλει τις φωνές. Θα μου πει ότι έμπλεξα την οικογένεια μας σε μεγάλο σκάνδαλο. Ότι θα βρομίσω το όνομα του. Θα χαλάσω τη φήμη του. Εξαιτίας μου η οικογένεια μας θα είναι θέμα συζήτησης για πολλούς. Αλλά δεν χρειάζεται να γίνει έτσι. Ο πατέρας μου έχει αλλάξει. Έχουμε έρθει τόσο κοντά. Είναι τόσο καλός μαζί μου. Θα κάτσει και θα με ακούσει προσεκτικά, θα με παρηγορήσει και μετά θα βρούμε μια λύση μαζί. Σαν πατέρας και γιος.
Ανέβηκα τα σκαλιά του κτιρίου και έφτασα στον τρίτο όροφο. Η πόρτα του γραφείου του ήταν ήδη ανοιχτή. Μπήκα μέσα με αργά βήματα. Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος να το κάνω αυτό. Κοίταξα το γραφείο της γραμματέας του και παρατήρησα ότι λείπει. Μάλλον θα είναι σε κάποια εξωτερική δουλειά σκέφτηκα. Προχώρησα στο γραφείο του πατέρα μου. Η πόρτα φαινόταν κλειστή από μακριά αλλά όταν πλησίασα κι άλλο είδα ότι δεν ήταν τελείως κλειστή. Ακουγόταν ένας θόρυβος που δεν είχα ακούσει πιο πριν. Μάλλον επειδή είμαι τελείως αλλού. Ακουγόταν κάτι σαν κραυγές. Δεν είμαι σίγουρος.
Ακούμπησα το πόμολο της πόρτας και την άνοιξα ελάχιστα. Έβαλα το κεφάλι μου προσεκτικά στο άνοιγμα ώστε να δω τι συμβαίνει. Δεν ήταν φυσιολογικό να ακούγονται κραυγές. Κοίταξα στον καναπέ απέναντι από το γραφείο του και δεν υπήρχε κανένας εκεί. Μετά γύρισα αργά το κεφάλι μου προς το γραφείο. Δεν ήταν κραυγές τελικά. Ήταν βογγητά. Τα βογγητά του πατέρα μου και μιας γυναίκας. Βογγητά ευχαρίστησης. Μια γυναίκα βρισκόταν πάνω στο γραφείο του πατέρα μου με το πουκάμισο της ξεκούμπωτο και την φούστα της κατεβασμένη. Με τα πόδια της ορθάνοιχτα και ανάμεσα τους ο πατέρας μου με κατεβασμένο το παντελόνι και το πουκάμισο του ξεκούμπωτο μαζί με την γραβάτα του. Η γυναίκα βογκούσε από ευχαρίστηση και ο πατέρας μου ψιθύριζε το όνομα της. Νικολέτα. Νικολέτα και Νικολέτα έλεγε συνέχεια. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της από ηδονή και τότε την πρόσεξα καλύτερα. Αναγνώριζα αυτή τη γυναίκα.
Ήταν η καθηγήτρια μου. Η καθηγήτρια των μαθηματικών μου. Η υποδιευθύντρια του σχολείου μου. Η Παρασκευαΐδου. Ναι τώρα θυμάμαι. Το μικρό της όνομα ήταν Νικολέτα. Όχι δεν γίνεται. Δεν γίνεται να είναι αυτή. Δεν γίνεται αυτός να είναι ο πατέρας μου. Ξανά κοιτάζω συνέχεια με την ελπίδα να δω κάποιους άλλους. Αλλά η εικόνα δεν αλλάζει. Παραμένει ίδια. Μόνο στο μυαλό μου αλλάζει. Αλλάζει για λίγο. Το μυαλό μου φέρνει εικόνες από εκείνη την ημέρα στην Αθήνα. Όταν τον είχα δει στο γραφείο του να πηδάει την γραμματέα του. Είναι ακριβώς η ίδια εικόνα. Το μόνο που αλλάζει είναι η γκόμενά.
Δεν άντεχα άλλο να βλέπω. Αλλά δεν είχα ούτε την δύναμη να μπω μέσα και να του μιλήσω. Να το βρίσω. Να τον χτυπήσω. Δεν είχα την δύναμη για τίποτα. Απλά χρειαζόμουν να φύγω. Να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται από αυτό το σκατο μέρος.
Έφυγα τρέχοντας από το γραφείο και κατέβηκα κάτω. Ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να χωνέψω. Αλλά δεν μπορούσα. Ο πατέρας μου. Ο πατέρας που μετά από όλα αυτά που μου έκανε, εγώ τον συγχωρέσα για να με ξανά πληγώσει. Μου διέλυσε την παιδική μου ηλικία, μου έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα προβλήματα, ανακάλυψα ότι απάτησε την μητέρα μου και εγώ τον συγχωρέσα. Τον άφησα να ξανά έχει μια θέση στην καρδιά μου. Του το επέτρεψα. Του έδωσα αυτή τη γαμημενη δεύτερη ευκαιρία. Με έκανε να τον αγαπήσω ακόμα πιο πολύ, με έκανε να τον θεωρήσω πατέρα μου και τελικά με πλήγωσε ακόμα περισσότερο. Είναι ακόμα πιο δύσκολο αυτή τη φορά. Την προηγούμενη φορά τουλάχιστον δεν ένιωθα όλα αυτά τα συναισθήματα που ένιωθα τώρα για αυτόν. Γαμωτο τα διέλυσε όλα. Ότι έχτιζα μαζί του το διέλυσε. Διάλεξε μια γκόμενά πάλι και μας διέλυσε. Διέλυσε την σχέση μας. Γαμωτο πόσο λάθος έκανα που τον θεώρησα πατέρα μου.
Αυτός δεν είναι πατέρας. Είναι τέρας. Είναι ένα γαμημενο τέρας. Με την πρώτη ευκαιρία απατάει την μητέρα μου ξανά και ξανά. Δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές της το έχει κάνει. Εγώ φταίω. Εγώ το επέτρεψα αυτό. Εγώ την άφησα να ζήσει στην άγνοια της. Θα μπορούσα να της μιλήσω εκείνη την φορά. Να της πω τι είδα. Θα μπορούσε τότε να τον είχε αφήσει. Αν τον είχε αφήσει δεν θα περνούσαμε όλα αυτά. Θα ήμασταν καλά. Δεν θα είχαμε αυτόν τον γαμημενο ψεύτη στη ζωή μας. Θα ήμασταν καλά. Εγώ και αυτή.
Είχε δίκιο η Αντωνία. Για όλα είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να ξανά μπει στη ζωή μου. Δεν έπρεπε να του δώσω αυτήν την ευκαιρία. Δεν έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Έπρεπε να τον αφήσω έξω από τη ζωή μου. Να τον είχα μακριά μου. Γαμωτο γιατί έκανα αυτό το λάθος; Γιατί κάνω το ένα λάθος μετά το άλλο; Είμαι τόσο μαλακας γαμωτο.
Μέσα σε λίγες ώρες έχασα την Αντωνία μου. Την φίλη μου. Την κοπέλα που με άκουγε και με καταλάβαινε. Έχασα ένα από τα σημαντικότερα άτομα στη ζωή μου. Σαν να μην έφτανε αυτό ανακάλυψα για μια ακόμα φορά την παράλληλη ζωή του πατέρα μου. Τον ξανά είδα με τα μάτια μου να πηδάει άλλη. Κάποτε αυτά τα μάτια είχαν ελπίδα μέσα τους. Έβλεπες την ελπίδα για το αύριο, για ένα καλύτερο μέλλον. Πλέον δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από πόνο. Πόνος και θυμός. Το μόνο που νιώθω είναι πόνος αλλά και θυμός που επέτρεψα να συμβούν όλα αυτά. Όλα είναι δικό μου λάθος. Όλα είναι ένα γαμημενο δικό μου λάθος.
Θέλω απλά να σταματήσω να νιώθω. Να πάψω να νιώθω όλα αυτά που νιώθω αυτή τη στιγμή. Να σταματήσω να πονάω. Να σταματήσω να είμαι θυμωμένος. Να σταματήσω να νιώθω τύψεις για όλα αυτά. Απλά να σταματήσουν όλα. Θέλω να το κάνω να σταματήσει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνομαι προς το σπίτι μου. Κοίταξα για μια στιγμή το κινητό μου και είδα ότι είναι αργά το μεσημέρι. Υπήρχαν δεκάδες κλήσεις και μηνύματα από την Μαριάνθη. Δεν τα έδωσα καν σημασία. Σε αυτό που έδωσα σημασία ήταν ένα μήνυμα από αυτό το κτήνος που δυστυχώς είναι πατέρας μου. Το άνοιξα από περιέργεια.
Μπαμπάς : Ελπίζω να τα πήγες καλά αν και είμαι σίγουρος ότι έσκισες. Ένας Ελευθερίου πάντα τα πάει καλά. Δεν υπάρχουν αποτυχίες στο όνομα μας. Είμαστε οι καλύτεροι γιε μου. Είμαστε ξεχωριστοί. Χαίρομαι που έχω ένα γιο σαν εσένα, έναν γιο που μου μοιάζει τόσο πολύ. Είμαι περήφανος για σένα, Αλέξανδρε.
Γαμωτο τι υποκρισία είναι αυτή. Τι σκατα λέει. Πρώτα στέλνει αυτά τα μηνύματα αγάπης προς τον γιο του και μετά απατάει την μάνα μου με την καθηγήτρια μου πάνω στο γραφείο του. Μετανιώνω τόσο πολύ που δεν μπούκαρα στο γραφείο του να τον δείρω μέχρι να μην μπορεί να ανασάνει. Αν μπορούσα θα τον σκότωνα. Θα τον σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια.
Φοβάμαι όμως μήπως είμαι σαν αυτόν. Αν έχει δίκιο και του μοιάζω; Τι θα γίνει αν του μοιάζω; Γαμωτο δεν θέλω να του μοιάζω. Δεν θέλω να είμαι ένα τέρας σαν αυτόν. Δεν θέλω να έχω καμία, απολύτως καμία σχέση μαζί του. Δεν έχω πατέρα πλέον.
Μετά από λίγα λεπτά άνοιξα την εξώπορτα του σπιτιού και μπήκα μέσα. Η μητέρα μου καθόταν στην κουζίνα και χρησιμοποιούμε το laptop της.
«Αγάπη μου γύρισες; Πως τα πήγες;», δεν της έδωσα απάντηση. Απλά έτρεξα γρήγορα στις σκάλες.
Η μητέρα μου με ακολούθησε και μου φώναζε τι συμβαίνει. Δεν της απαντούσα. Μπήκα στο δωμάτιο μου και το πρώτο πράγμα που πήρα στα χέρια μου ήταν η κιθάρα μου. Η κιθάρα που μου είχε κάνει δώρο αυτός ο μπάσταρδος τα Χριστούγεννα. Πήγα να βγω από το δωμάτιο μου αλλά η μητέρα μου ήταν μπροστά στην πόρτα.
«Τι συμβαίνει, Άλεξ; Γιατί είσαι έτσι;». Με ρωτούσε χωρίς να λαμβάνει απάντηση. «Τι στο διάολο συμβαίνει μαζί σου; Απάντησε μου!», μου φώναξε αλλά δεν με ένοιαζε.
Την έσπρωξα από μπροστά μου και κατευθύνθηκα στο γραφείο του πατέρα μου. Μπήκα μέσα και προτού προλάβω να κλείσω την πόρτα η μαμά μου με τράβηξε από το χέρι.
«Τι έπαθες; Τι θέλεις από το γραφείο;», συνέχιζε να με ρωτάει χωρίς να παίρνει απάντηση. Τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο.
Τράβηξα το χέρι μου με δύναμη και το ελευθέρωσα από το δικό της. Έκλεισα αμέσως με δύναμη την πόρτα του γραφείου και κλείδωσα. Η μάνα μου ούρλιαζε. Ήθελε να μάθει τι συμβαίνει.
«Άλεξ γαμωτο πες μου αμέσως τι συμβαίνει! Αν δεν το κάνεις θα πάρω τον πατέρα σου, σε προειδοποιώ!». Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο τον θυμό μου. Είχα την ανάγκη να πω κάτι. Να φωνάξω.
«Σε απατάει μαμά! Αυτό συμβαίνει. Αυτό το τέρας σε απατάει! Σε απατάει ξανά και ξανά!», φώναξα τόσο δυνατά που οποιοδήποτε άλλος θόρυβος ακουγόταν καλύφθηκε από τη φωνή του.
Δεν ακούστηκε τίποτα αμέσως μετά. Καμία απάντηση δεν ήρθε από το στόμα της μητέρας μου.
Χωρίς να με νοιάζει, σήκωσα την κιθάρα και άρχισα να την χτυπάω με δύναμη στο πάτωμα. Οι χορδές της κόπηκαν όλες. Αμέσως μετά την σήκωσα και άρχισα να χτυπάω με αυτήν τα ράφια. Όλα τα πράγματα που ήταν πάνω σε αυτά έπεφταν κάτω και έσπαγαν. Πατούσα και εγώ πάνω τους για να τα σπάσω όσο περισσότερο μπορώ. Το επόμενο που έκανα ήταν να χτυπήσω τις τζαμαρίες από τις βιβλιοθήκες του πατέρα μου με την κιθάρα. Με μεγάλη ευκολία έσπασαν όλες. Γίνανε μικρά κομματάκια. Ότι έγγραφα είχε μέσα τα πήρα και τα πέταξα στο πάτωμα. Πάτησα επάνω τους. Έσκισα μερικά. Χωρίς να το καταλάβω τα χέρια μου αμέσως μετά είχαν βρεθεί στο θρανίο. Το αναποδογύρισα αμέσως. Πατούσα πάνω στα πράγματα του και τα χτυπούσα με την κιθάρα. Το αποτέλεσμα ήταν να σπάσει στα δύο. Την πέταξα κάτω και άρχισα να πηδάω επάνω της. Μέσα σε λίγα λεπτά το γραφείο του είχε διαλυθεί. Το γραφείο που του είχε πάρει μέρες να το ετοιμάσει μέσα σε λίγα λεπτά είχε διαλυθεί. Αυτό που ήθελα να διαλύσω όμως ακόμα περισσότερο ήταν ο πατέρας μου. Κατάφερα να ξεσπάσω λίγο από τον θυμό μου εδώ μέσα αλλά δεν ήταν αρκετός.
Άνοιξα κατευθείαν την πόρτα για να φύγω. Σταμάτησα όμως για μια στιγμή. Σταμάτησα όταν είδα το βλέμμα της μητέρας μου. Με κοιτούσε σοκαρισμένη. Διέκρινα μερικά δάκρυα στο πρόσωπο της. Υπήρχε πόνος στα μάτια της. Πόνος που εγώ επέτρεψα να την βρει.
Δεν άντεχα να την βλέπω έτσι και αμέσως κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες για να φύγω. Δεν έτρεξε από πίσω μου. Δεν με εμπόδισε να φύγω. Δεν με ρώτησε τίποτα. Με άφησε να φύγω.
Όταν βγήκα έξω από το σπίτι ήμουν σαν χαμένος. Δεν ήξερα τι να κάνω.
POV ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ
Είμαι κοντά στο να εκραγώ. Πόσο κόπανος παίζει να είναι. Τον περίμενα δύο ολόκληρες ώρες στην καφετέρια και δεν ήρθε. Δεν απαντάει ούτε στις κλήσεις μου ούτε στα μηνύματα μου. Στην αρχή ανησύχησα. Νόμιζα ότι κάτι του συνέβη. Αλλά μετά έμαθα από την Κατερίνα και τον Άρη ότι τον είδαν έξω. Τους φαινόταν καλά λένε αλλά λίγο θυμωμένος. Έτρεχε σαν χαζός μου είπαν. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλά. Απλά είναι κόπανος. Είναι ο μεγαλύτερος κόπανος που έχω δει. Ξέρει ότι μου την σπάει τόσο πολύ όταν με στήνουν και δεν δίνουν σημεία ζωής. Αυτός όμως συνεχίζει και το κάνει. Τουλάχιστον ας άφηνε ένα μήνυμα. Να μου έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να έρθει. Όχι να με αφήσει να τον περιμένω. Πόσο ηλίθιος είναι γαμωτο!
***
Τι στο διάολο είναι αυτός ο θόρυβος; Ποιος στον διάολο με παίρνει στις οχτώ το πρωί; Είναι η πρώτη μέρα της ελευθερίας μου και μου το χαλάνε. Προτού προλάβω να σηκωθώ το τηλέφωνο είχε ήδη κλείσει. Ελπίζω να ξανά κοιμηθώ. Δεν πρόλαβα όμως. Προτού κλείσω τα μάτια μου ξανά χτύπησε. Το άρπαξα αμέσως με τόσα νεύρα έτοιμη να βρίσω όποιος κι αν είναι στην απέναντι γραμμή.
«Ποιος είναι τόσο…», ήμουν έτοιμη να πω αλλά με διέκοψαν.
«Μαριάνθη συγνώμη για την ώρα αλλά είναι επείγον». Ήταν η μαμά του Αλέξανδρου. Μου φάνηκε περίεργο που μου τηλεφώνησε τόσο νωρίς σε σημείο που τσέκαρα δύο φορές το όνομα της στην οθόνη. «Μαριάνθη, σε παρακαλώ πες μου ότι είσαι με τον Άλεξ». Τι στο καλό συμβαίνει; Είμαι ακόμα από τον ύπνο και δεν πολύ καταλαβαίνω.
«Όχι Έλενα, δεν είμαι μαζί του. Έχω να τον δω από χθες το πρωί».
«Αυτό δεν βοηθάει καθόλου. Ήλπιζα ότι έμεινε μαζί σου». Σιγά-σιγά αρχίζω να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Για να ψάχνει τον Άλεξ, αυτό σημαίνει ότι δεν έμεινε σπίτι του.
«Δεν γύρισε σπίτι;»
«Όχι. Έγιναν κάποια πράγματα χθες και έφυγε από εδώ πολύ νευριασμένος. Από τότε δεν έχει πάρει ούτε ένα τηλέφωνο».
«Όταν λες από τότε από πότε εννοείς; Το βράδυ έφυγε;» Είχα ανασηκωθεί στο κρεβάτι και ρωτούσα ανήσυχη. Έχω αρχίσει να ανησυχώ και εγώ τώρα.
«Λείπει από το μεσημέρι». Δεν γίνεται αυτό. Που μπορεί να είναι; Για αυτό δεν ήρθε ποτέ σε μένα. Κάτι έγινε. Και εγώ η ηλίθια νόμιζα ότι απλά με έστησε.
«Λυπάμαι αλλά δεν τον έχω δει. Ούτε στα τηλέφωνα μου απαντάει. Είστε σπίτι τώρα;»
«Ναι είμαι εδώ και περιμένω με την ελπίδα ότι θα έρθει. Ο Απόστολος είναι στους δρόμους από το βράδυ αλλά δεν τον βρήκε πουθενά».
«ντύνομαι και έρχομαι από εκεί», της απάντησα. Δεν γίνεται αυτός να είναι εξαφανισμένος και εγώ να είμαι σπίτι μου χωρίς να κάνω κάτι. Γαμωτο αν πάθει κάτι θα πεθάνω.
«Μαριάνθη δεν χρειάζεται. Αυτό που θέλω όμως από εσένα είναι να πάρεις τηλέφωνο κάτι φίλους του. Ίσως να τον έχουν δει. Πάρε αυτήν την Υρω αν μπορείς. Βρίσκεται πολύ συχνά μαζί της, ήθελα να την πάρω ήδη τηλέφωνο αλλά δεν έχω τον αριθμό της». Γαμωτο αυτή η Υρω μπλέκεται παντού. Κι αν είναι μαζί της; Αν έμεινε το βράδυ μαζί της. Μπορεί πάλι να έτρεξε σε αυτήν για να τον παρηγορήσει. Όχι δεν γίνεται. Δεν θα το έκανε αυτό. Δεν θα μου το έκανε αυτό.
«Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί της. Θα πάρω και τον Αχιλλέα με τον Άρη».
«Ναι σε παρακαλώ κορίτσι μου πάρε τους ένα τηλέφωνο. Εγώ ίσως πάω να βρω και τον καθηγητή σας τον Ξανθόπουλο, μπορεί κάτι παραπάνω να ξέρει». Τώρα έχω μπερδευτεί τελείως. Τι σχέση έχει ο Ξανθόπουλος με τον Αλέξανδρο; Ο Αλέξανδρος καλά-καλά δεν τον συμπαθούσε.
«Τον Ξανθόπουλο; Από που κι ως πού;»
«Τι από που κι ως πού; Αφού κάνουνε τις συνεδρίες μαζί, Μαριάνθη. Τρεις φορές την εβδομάδα ο Άλεξ πάει στις συνεδρίες μαζί του για να βοηθήσει αυτά τα παιδιά. Δεν το ήξερες;» Τι σκατα μου λέει; Ποιες συνεδρίες; Ποια παιδιά; Ποιους βοηθάει; Γαμωτο τι είναι όλα αυτά; Γιατί δεν ξέρω τίποτα;
«Ε φυσικά και ξέρω μπερδεύτηκα απλά. Τέλος πάντων θα πάρω τηλέφωνο τα παιδιά εγώ και θα σας ενημερώσω αν μάθω κάτι», της απάντησα και με ευχαρίστησε.
Δεν μπορώ να καταλάβω. Ο Αλέξανδρος πάει σε συνεδρίες όπου βοηθάει κάποια παιδιά; Πως τα βοηθάει δηλαδή; Τι έχουν για να τα βοηθήσει; Το κυριότερο όμως είναι ο λόγος που μου το έκρυψε. Θα μπορούσε να μου το πει. Πάλι μου κράτησε μυστικά. Πάλι. Για μια ακόμα φορά μου κράτησε μυστικά.
Όσο και να ήθελα να βρω μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, έπρεπε να βρω τον Αλέξανδρο. Δεν γίνεται να είναι εξαφανισμένος για τόσες πολλές ώρες. Κάτι θα πρέπει να του συνέβη. Κάτι πολύ κακό. Κάτι πολύ σοβαρό. Ποτέ δεν θα ανησυχούσε την οικογένεια του χωρίς σοβαρό λόγο.
Τηλεφώνησα αμέσως στον Αχιλλέα. Του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθει από τον ύπνο του και καταλάβει τι συμβαίνει. Δυστυχώς δεν είχε ιδέα για το που είναι ο Αλέξανδρος. Μου είπε κιόλας ότι ο Άρης έμεινε μαζί του το βράδυ οπότε ούτε αυτός μπορεί να γνώριζε κάτι. Το επόμενο άτομο που έπρεπε να τηλεφωνήσω ήταν η Υρω. Όσο και να μην το ήθελα, έπρεπε. Ζήτησα από τον Αχιλλέα να μου δώσει το τηλέφωνο της, πίστευα ότι δεν θα το είχε αλλά τελικά το είχε.
Με μεγάλη δυσκολία κάλεσα την Υρω. Έχω να της μιλήσω μήνες ολόκληρους. Δεν ήθελα επαφές μαζί της. Ότι και να γίνει πάντα θα την ζηλεύω. Πάντα θα την βλέπω ως απειλή.
Την πρώτη φορά που την κάλεσα δεν το σήκωσε. Αναγκάστηκα να την καλέσω και δεύτερη. Αυτή τη φορά το σήκωσε.
«Ναι», είπε με τόσο νυσταγμένη φωνή. Για να κοιμάται υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια. Το πρώτο να μην μίλησε ποτέ με τον Αλέξανδρο άρα να μην γνωρίζει τι συμβαίνει και το άλλο να κοιμήθηκε μαζί του. Δεν ξέρω ποιο θα ήταν το καλύτερο.
«Εμ συγνώμη που σε ξύπνησα αλλά είναι επείγον. Η Μαριάνθη είμαι».
«Η Μαριάνθη;», η φωνή της άλλαξε κατευθείαν. Ήταν σαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ξυπνήσει τελείως.
«Ναι η Μαριάνθη. Ήθελα να σε ρωτήσω αν ξέρεις που είναι ο Αλέξανδρος».
«Σπίτι του υποθέτω. Ξέρεις στις οχτώ μισή το πρωί τα παιδιά της ηλικίας μας είναι σπίτια τους». Ακουγόταν τόσο ειρωνική. Αν δεν χρειαζόμουν την βοήθεια της, θα της το είχα κλείσει αμέσως.
«Ο Αλέξανδρος αγνοείται, Υρω». Της το είπα τόσο απότομα χωρίς να το σκεφτώ καλύτερα. Ίσως έπρεπε να κάνω μια εισαγωγή.
«Οπα τι εννοείς;», ακουγόταν τόσο ανήσυχη. Φαίνεται ότι τον αγαπάει πολύ. Είμαι σίγουρη για αυτό.
«Τι δεν καταλαβαίνεις; Σου λέω αγνοείται. Έχει να δώσει σημεία ζωής από χθες το μεσημέρι», της φωνάζω κυριολεκτικά τις τελευταίες λέξεις. Δεν ξέρω αλλά νιώθω έναν θυμό. Νομίζω οφείλεται στο άκουσμα της φωνής της.
«Μα γιατί; Τι του συνέβη; Είχε πάλι κάποιο ξέσπασμα;»
«Τι είναι αυτά που λες; Ο Αλέξανδρος έχει να ξεσπάσει μήνες. Είναι πολύ καλά». Πόσο ανήξερη παίζει να είναι αυτή η κοπέλα. Απορώ τι σόι κολλητή του είναι.
«Τι είναι αυτά που λες εσύ; Ο Αλέξανδρος είχε ξεσπάσματα μέχρι και αρχές του Μαΐου. Μέχρι και τη στιγμή που τα ξανά βρήκατε είχε κανονικά κάποια ξεσπάσματα. Όχι τόσα πολλά άλλα είχε». Τώρα δεν ξέρω ποια είναι πιο ανήξερη. Μάλλον εγώ.
«Τέλος πάντων δεν έχω χρόνο πρέπει να πάω να τον βρω», είπα και ήμουν έτοιμη να το κλείσω όταν ακούστηκε ξανά η φωνή της.
«Περίμενε!», φώναξε, «Πρέπει να υπάρχει κάτι να κάνω και εγώ. Είναι κολλητός μου γαμωτο δεν μπορώ να περιμένω χωρίς να κάνω κάτι».
«Τότε πάνε ψάξε τον και εσύ. Σε κλείνω», είπα και αμέσως το έκλεισα.
Μέσα σε λίγα λεπτά έμαθα δύο πράγματα για τον Αλέξανδρο που δεν ήξερα. Κάνει συνεδρίες σε κάποια άτομα με τον Ξανθόπουλο και είχε ξεσπάσματα θυμού μέχρι και τον Μάιο. Γαμωτο δεν μου είχε πει τίποτα. Ξεκινήσαμε από την αρχή μια σχέση με την διαφορά ότι αυτή τη φορά δεν θα υπήρχαν ψέματα μεταξύ μας. Και όμως αυτός μου έλεγε το ένα ψέμα μετά το άλλο. Για αυτό εξαφανιζόταν κάποια απογεύματα. Πήγαινε στις συνεδρίες που δεν είχα ιδέα ότι υπάρχουν. Γαμωτο πόσο ηλίθια είμαι.
Για να μάθω όμως για όλα αυτά τα ψέματα θα πρέπει να τον βρω. Να τον βρω επειγόντως. Να δω ότι είναι καλά. Στην ιδέα του να έπαθε κάτι, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μην ξέρω αν είναι καλά και το που είναι. Έχω ένα κακό συναίσθημα για όλα αυτά. Πολύ κακό.
Έχουν περάσει περίπου τρεις ώρες από τη στιγμή που έλαβα εκείνο το τηλεφώνημα από τη μητέρα του. Είμαι συνέχεια στους δρόμους ψάχνοντας τον. Πήγα σε όλα του τα στέκια. Περπάτησα σχεδόν όλο το νησί αλλά αυτός παρέμενε άφαντος. Η τελευταία μου ελπίδα ήταν η παραλία. Πήγα εκεί με την ελπίδα ότι θα τον βρω να κοιτάζει την θάλασσα. Δεν τον βρήκα όμως. Δεν ήταν ούτε εκεί. Η ανησυχία μου χτύπησε κόκκινο όταν δεν τον βρήκα ούτε εκεί. Αν δεν ήταν ούτε στην θάλασσα τότε που μπορούσε να είναι;
Αμέσως μετά πήγα στο σπίτι του. Μόλις χτύπησα την πόρτα μου άνοιξε ο Άρης. Μου είπε ότι ήταν μέσα οι γονείς του Αλέξανδρου και η Κατερίνα. Προτού περάσουμε στο σαλόνι μου είπε ότι ο πατέρας του δεν τον βρήκε πουθενά και αυτή τη στιγμή έχει βάλει κάτι φίλους του αστυνομικούς να ψάχνουν τον Αλέξανδρο. Ο Αχιλλέας ήταν κάπου στο νησί τηλεφωνώντας όλους τους φίλους τους για να μάθει αν τον έχουν δει.
Όταν πέρασα στο σαλόνι όμως με περίμενε και μια δυσάρεστη έκπληξη. Ήταν εκεί και η Υρω. Καθόταν δίπλα με την Κατερίνα ανταλλάσσοντας κάποια δολοφονικά βλέμματα.
«Μαριάνθη μου, είχες νέα του;», με ρώτησε η Έλενα με μια μικρή ελπίδα στα μάτια της.
Της έγνεψα αρνητικά και μερικά ακόμα δάκρυα συνέχισαν να πέφτουν από τα μάτια της.
Πήγα και έκατσα στην τραπεζαρία μαζί της ενώ οι υπόλοιποι καθόταν στον καναπέ. Ο πατέρας του έκανε γύρες στον διάδρομο μιλώντας συνεχώς στο τηλέφωνο με διαφορά άτομα.
«Μα τι έγινε; Γιατί να εξαφανιστεί; Μήπως συνέβη κάτι που τον στεναχώρησε;», ρώτησα σιγανά την Έλενα.
«Τον Απόστολο ρώτα!», είπε νευριασμένα και τον κοίταξε τόσο θυμωμένη. Υπερβολικά πολύ θυμωμένη. Πρώτη φορά την βλέπω έτσι. Ο πατέρας του αντιθέτως δεν έδωσε σημασία στα λόγια της και συνέχισε τα τηλέφωνα.
Τα επόμενα λεπτά επικράτησε σιγή. Κανένας δεν τολμούσε να πει κουβέντα. Η μόνη φωνή που ακουγόταν ήταν του πατέρα του Αλέξανδρου. Φώναζε στο τηλέφωνο σε διάφορους για να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να βρουν τον γιο του. Φαινόταν υπερβολικά αναστατωμένος. Κάπως διαλυμένος με αυτή τη κατάσταση. Κάποιες φορές μου θυμίζει αρκετά τον Αλέξανδρο.
Κάποια στιγμή, μετά από ένα τηλεφώνημα του, ήρθε προς το μέρος μας. Φαινόταν πολύ μπερδεμένος. «Έλενα», είπε σιγανά. Η Έλενα γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν σαν να διάβασε το βλέμμα του. Σαν να κατάλαβε αμέσως ότι κάτι το πολύ κακό είχε συμβεί.
Σηκώθηκε από την θέση της και τον πλησίασε. Όλοι εμείς είχαμε μείνει απλά ακίνητοι να τους κοιτάμε. «Τι συμβαίνει;», τον ρώτησε όταν έφτασε μπροστά του.
«Δεν είναι κάτι το ανησυχητικό αλλά ούτε και κάτι καλό». Ήταν σαν να μάσαγε τα λόγια του. Σαν να ήθελε να της φέρει κάτι με τρόπο. Να μην την ανησυχήσει.
«Πες μου τώρα τι σου είπαν στο τηλέφωνο», του είπε κρατώντας τον ήρεμο τόνο της φωνής της. Ο πατέρα του δάγκωσε το κάτω του χείλος σαν να μην ήξερε πως να της το πει. «Πες μου τώρα τι έμαθες!», του φώναξε και αμέσως όλοι μας τρομάξαμε. Η Υρω πετάχτηκε από τον φόβο της.
«Ο Αλέξανδρος είναι στην αστυνομία. Έχει κάποια μπλεξίματα», της είπε τελικά. Αμέσως μετά το άκουσμα αυτών των λέξεων, η Έλενα λιποθύμησε στην αγκαλιά του Αποστόλου.
Ήξερα αμέσως εκείνη την στιγμή, ότι μέσα σε λίγες ώρες, όλα είχαν διαλυθεί.
BẠN ĐANG ĐỌC
Till The Bitter End
Teen FictionΗ ζωή της Μαριάνθης στο νησί είναι υπέροχη. Ζει με την οικογένεια της, έχει τους φίλους της, το αγόρι της και όλα όσα χρειάζεται. Ζει μια ήρεμη ζωή χωρίς προβλήματα και καυγάδες. Ζει την ρουτίνα της που ίσως να έχει αρχίσει να βαριέται αλλά δεν θέλε...