ΔΙΑΚΟΠΕΣ

29 9 4
                                    

POV ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
«Είναι ανάγκη να φύγεις;» Με ρώτησε η Μαριάνθη ενώ ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου.
«Το έχουμε κανονίσει ήδη με τους γονείς μου. Κλείσαμε ήδη εισιτήρια για το Λονδίνο».
Αποφασίσαμε φέτος να περάσουμε τις διακοπές των Χριστουγέννων σαν οικογένεια. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα πάμε διακοπές αλλά είναι η πρώτη φορά που είμαστε σαν μια αγαπημένη οικογένεια. Τις πρώτες φορές που πήγαμε διακοπές δεν τις θυμάμαι. Ήμουν ακόμα πολύ μικρός. Τις διακοπές που πήγαμε όταν ήμουν στο δημοτικό τις θυμάμαι. Αλλά θυμάμαι μόνο εμένα και την μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν συνέχεια σε δουλειές. Όταν ήμουν στο γυμνάσιο δεν πήγαμε καθόλου διακοπές. Ήταν εκείνα τα τρία χρόνια που ήμασταν περισσότερο συγκάτοικοι πάρα οικογένεια. Φέτος όμως είναι αλλιώς. Ο πατέρας μου μας είπε ότι δεν θα δουλέψει καθόλου στις διακοπές και θα περάσει όλες τις ώρες μαζί μας. Έχουμε κανονίσει ήδη κάτι δραστηριότητες.
«Πότε θα φύγεις;» Ήταν τόσο ναζιάρα όσο μου έκανε αυτές τις ερωτήσεις.
«Την παραμονή Πρωτοχρονιάς».
«Τι; Τόσο σύντομα;» Με ρώτησε αναστατωμένη ενώ γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε.
«Σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων και μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι επτά ολόκληρες ημέρες. Το θεωρείς σύντομα αυτό;»
Αμέσως έγνεψε καταφατικά και άρχισα να γελάω.
«Αν το σκεφτείς δεν είναι μια εβδομάδα. Καθώς αύριο και μεθαύριο δεν θα καταφέρουμε να βρεθούμε. Αυτό σημαίνει πέντε ημέρες που μπορώ να περάσω μαζί σου».
«Θα περάσουμε μόνο πέντε ημέρες μαζί;» της φώναξα σοκαρισμένος.
«Ναι πέντε μόνο ημέρες». Η φωνή της ήταν γεμάτη ειλικρίνεια. Όντως της φαινόταν λίγος καιρός.
«Τόσο λίγο;» Συνέχισα να παριστάνω τον σοκαρισμένο.
Αμέσως ανακάθισε στο κρεβάτι. «Μήπως με κοροϊδεύεις;»
Ανακάθισα και εγώ στα γόνατα μου. «Εγώ να σε κοροϊδεύω; Ποτέ!» Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ άλλο. Άρχισα να γελάω. Ξανά ξάπλωσα στο κρεβάτι συνεχίζοντας να γελάω.
«Με κοροϊδεύεις λοιπόν. Θα το μετανιώσεις αυτό». Είπε και κατευθείαν άρπαξε το μαξιλάρι.
Άρχισε να με χτυπάει με το μαξιλάρι και δεν μπορούσα να συγκρατηθώ καθόλου. Γελούσα τόσο πολύ. Είχα καιρό να γελάσω έτσι.
«Δεν είναι καθόλου δίκαιο αυτό που κάνεις. Με έπιασες απροετοίμαστο». Της έλεγα ενώ αυτή συνέχιζε να με χτυπάει. Γαμωτο αυτή η κοπέλα με κάνει ευτυχισμένο.
Τότε γύρισα, της άρπαξα το μαξιλάρι και το πέταξα από το κρεβάτι. Αμέσως ανέβηκα από πάνω της και άρχισα να τα γαργαλάω. Γελούσε και αυτή τόσο δυνατά. Γελούσαμε ασταμάτητα.
«Ανακωχή. Ζητάω ανακωχή». Μου φώναξε μέσα στα γέλια της.
Αμέσως σταμάτησα αλλά συνέχισα να είμαι από επάνω της. Αμέσως την φίλησα. Μου είχανε λείψει τα φιλιά της.
«Δεν θα σταματήσει εδώ το μαρτύριο σου». Της είπα και συνέχισα να την φιλάω.
«Αν τα φιλιά σου είναι μαρτύριο, τότε μπορώ να πεθάνω από αυτό». Μου είπε και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινα ακίνητος να την κοιτάω.
Τελικά της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε και αυτή ένα χαμόγελο.
***
Σήμερα είναι δεύτερη ημέρα Χριστουγέννων. Το βράδυ των Χριστουγέννων το πέρασα με τους γονείς μου. Φάγαμε όλοι μαζί στο σπίτι. Ήταν από τις λίγες φορές που χρησιμοποιήσαμε την τραπεζαρία. Μετά το φαγητό ανταλλάξαμε δώρα. Η μητέρα μου, μου πήρε καινούρια ακουστικά, ηχεία και laptop. Το παλιό μου είχε χαλάσει πριν λίγες μέρες. Δηλαδή το έσπασα όταν είχα ένα ξέσπασμα θυμού. Ο πατέρας μου, μου πήρε μια καινούρια ηλεκτρική κιθάρα. Μόλις την είδα ξετρελάθηκα. Ήταν υπέροχη. Αμέσως εκείνο το βράδυ πήγα στο δωμάτιο μου και την χρησιμοποίησα. Εγώ στην μητέρα μου αγόρασα νέα χρώματα ζωγραφικής και στον πατέρα μου ένα ρολόι. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα τι να του πάρω. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα στον κόπο να του αγοράσω κάτι και έτσι δεν ήξερα τι του αρέσει. Οπότε του πήρα ένα ρολόι. Έχει ήδη αρκετά άλλα ήταν το μόνο που σκέφτηκα.
Το μεσημέρι των Χριστουγέννων αντιθέτως το πέρασα με τον Αχιλλέα. Ο Άρης ακόμα δεν μας μιλάει. Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια συζήτηση όλοι μαζί αλλά δεν ήθελε ούτε να μας ακούσει. Νιώθει προδομένος. Από εμένα επειδή λέει ότι θα μπορούσα να του πω την αλήθεια επειδή είναι κολλητός μου και από τον Αχιλλέα επειδή δεν πήρε το μέρος του εκείνη την ημέρα στο γραφείο. Δεν θέλαμε όμως αυτό το περιστατικό να χαλάσει τη δική μου φιλιά και του Αχιλλέα. Αν και δεν είναι το ίδιο χωρίς τον Άρη.
Αν εξαιρέσεις αυτό το γεγονός όλα πάνε μια χαρά. Μέχρι και με την Κατερίνα μίλησα. Μου ζήτησε συγνώμη κιόλας. Λέει ότι δεν έπρεπε να ξεκινήσει τον καυγά εκείνη την ημέρα. Αν και λέει ότι ούτε εγώ έπρεπε να δείρω το αγόρι της τόσο άσχημα. Αλλά εντάξει τα βρήκαμε. Αν και με προειδοποίησε, ότι αν ξανά στεναχωρήσω την κολλητή της τότε θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα. Αγαπάει πολύ την Μαριάνθη. Είναι θαυμάσια φίλη.
Με την Υρω τηλεφωνηθήκαμε εκείνη την ημέρα που τα βρήκα με την Μαριάνθη. Της είπα ότι καλό θα είναι στο μέλλον να κρατάει τις υποσχέσεις της. Αλλά δεν της θύμωσα. Η Υρω έκανε ότι έκανε για το καλό μου. Την ευγνωμονώ για αυτό. Απλά θέλω όταν μου υπόσχονται κάτι, να το τηρούν. Αλλά τέλος πάντων σημασία έχει ότι τα ξανά βρήκα με την Μαριάνθη.
Καθώς καθόμουν στο παγκάκι της πλατείας, συνεχίζοντας τις σκέψεις μου, ήρθε κάποιος και μου έκλεισε τα μάτια. Κατάλαβα αμέσως ότι είναι η Μαριάνθη από το άρωμα της. Μπορώ να διακρίνω αυτό το άρωμα από χιλιόμετρα μακριά.
«Ήρθες επιτέλους. Με έχεις στήσει ήδη δεκαπέντε λεπτά».
Κατευθείαν πήρε τα χέρια της από τα μάτια μου και έκατσε δίπλα μου. «Πως με κατάλαβες;»
«Από το άρωμα σου».
«Που θυμάσαι την μυρωδιά από το άρωμα μου;» Φαινόταν μπερδεμένη. Δεν το έβρισκε φυσιολογικό να θυμάμαι το άρωμα της, υποθέτω.
«Απλά μου έχει μείνει στο μυαλό. Το θυμάμαι χωρίς να το θέλω».
«Μου έλειψες». Τρελαίνομαι όταν την ακούω να το λέει. Μου αρέσει να το παραδέχεται.
«Και εμένα». Αμέσως την φίλησα. Ήταν ένα απλό φιλί, φιλί οικειότητας. Δεν υπήρχε πάθος αλλά γλυκύτητα.
«Λοιπόν, μου πήρες δώρο;» Μόλις την ρώτησα με κοίταξε σοκαρισμένη. Προσπαθούσε να περιεργαστεί το πρόσωπο μου για να καταλάβει αν την ρωτούσα σοβαρά.
«Νόμιζα ότι θα ανταλλάζαμε αφού γυρνούσες από το Λονδίνο. Κατάλαβα λάθος;» Έχει τόσο πλάκα όταν αγχώνεται για αυτά τα μικρά πράγματα.
«Ηρέμησε, καλά κατάλαβες. Απλά σε ρώτησα για να δω αν μου πήρες από τώρα». Μόλις το άκουσε ξεφύσησέ από ανακούφιση.
«Ε πες το έτσι. Με άγχωσες».
«Κάτι κατάλαβα».
«Εσύ μου πήρες;» Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρος για το τι να της πάρω. Θέλω να βρω το καλύτερο για αυτήν. Κάτι που θα της αρέσει πολύ και δεν θα σκεφτεί κανένας άλλος να της το πάρει.
«Δεν σου πήρα ακόμα. Μάλλον θα διαλέξω κάτι από το Λονδίνο».
«Ανυπομονώ να δω τι θα μου πάρεις. Έχεις σκεφτεί κάτι;»
«Δεν σκοπεύω να σου πω. Πρέπει να είναι έκπληξη».
«Καλά. Τώρα πρέπει να μιλήσουμε για κάτι σοβαρότερο».
«Έγινε κάτι;»
«Δεν έχει χιονίσει ακόμα! Αυτό έγινε». Αμέσως γέλασα. Τόσο σοβαρό πρόβλημα το γεγονός ότι δεν χιονίζει. «Μην γελάς! Είναι σοβαρό». Σταμάτησα κατευθείαν να γελάω και της έκανα νόημα με τα χέρια μου ότι το σταματάω εδώ.
«Κοίτα, δεν θέλω να σου το χαλάσω αλλά δεν θα χιονίσει, μωρό μου. Δεν θα έχει καθόλου κακοκαιρίες μέχρι και τέλη Ιανουαρίου».
«Εσύ δεν θέλεις να χιονίσει;»
«Δεν μου αρέσει το χιόνι». Κατευθείαν με κοίταξε με γουρλωμένα ματιά. Η Μαριάνθη δεν μπορεί να πιστέψει ότι μπορεί σε κάποιον να μην αρέσει το χιόνι.
«Πως γίνεται αυτό; Το χιόνι είναι ότι πιο ωραίο υπάρχει».
«Προτιμώ τη βροχή». Τώρα έχει γουρλώσει ακόμα περισσότερο τα μάτια της.
«Προτιμάς τη βροχή από το χιόνι;»
«Ναι. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς βροχή. Η βροχή και η θάλασσα είναι από τα δύο πράγματα που δεν μπορώ να ζήσω».
«Δεν συνδυάζονται όμως. Αν θέλεις να είσαι στην θάλασσα θα πρέπει να μην βρέχει».
«Μάλλον δεν το έχεις καταλάβει ακόμα. Προτιμώ την θάλασσα τον χειμώνα πάρα το καλοκαίρι. Μου αρέσει ο συνδυασμός της άγριας θάλασσας, του αέρα και της ατέλειωτης βροχής». Έχει μπερδευτεί τόσο πολύ με αυτά που της λέω.
«Λοιπόν, είσαι πολύ περίεργος τύπος, το ξέρεις;»
«Το ξέρω και μου αρέσει αυτό. Νιώθω ξεχωριστός».
«Είσαι ξεχωριστός. Αυτός είναι ένας λόγος που μου αρέσεις. Είσαι τόσο σπάνιος, τα γούστα σου και οι προτιμήσεις σου είναι τόσο ξεχωριστά, είσαι μοναδικός». Την πλησίασα αμέσως και της έδωσα ένα ακόμα φιλί.
POV ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ
Παραμονή Πρωτοχρονιάς! Σε λίγες ώρες αλλάζει ο χρόνος. Με χαροποιεί αυτό. Ο τωρινός χρόνος ήταν γεμάτος με ανατροπές μπορώ να πω. Είχε και τις λύπες του και τις χαρές του. Συγκεκριμένα μου έφερε μια μεγάλη χαρά. Τον Αλέξανδρο. Χωρίς αυτόν δεν θα ήταν το ίδιο. Μου έφερε την ευτυχία στη ζωή. Με έκανε να νιώσω συναισθήματα που δεν έχω ξανά νιώσει. Νομίζω ότι τον αγαπάω.
Το μεσημέρι φεύγει για το Λονδίνο. Κατά τις τρεις νομίζω. Θα μου λείψει πολύ. Έχω συνηθίσει να τον βλέπω κάθε μέρα που δεν ξέρω αν θα αντέξω τόσες μέρες μακριά του. Θα λείψει σχεδόν μόνο μια εβδομάδα αλλά δεν θέλω να περνάω τόσες μέρες χωριστά του. Με τον χωρισμό μας, μείναμε τρεις ολόκληρες βδομάδες χώρια και δεν θέλω να μείνω κι άλλο μακριά του. Θέλω να περνάω κάθε στιγμή δίπλα του.
Δυστυχώς το πρωί δεν μπορέσαμε να βρεθούμε. Έπρεπε να ετοιμάσει τις βαλίτσες του. Εγώ του έλεγα να μην τις αφήσει για τελευταία στιγμή αλλά δεν με άκουγε. Αλλά και πάλι δεν θα μπορούσαμε να βρεθούμε καθώς δουλεύω μέχρι το απόγευμα. Ο μπαμπάς χρειαζόταν βοήθεια σήμερα καθώς πολλοί υπάλληλοι του λείπουν λόγω των εορτών. Για παραμονή Πρωτοχρονιάς έχουμε πολύ κόσμο. Λίγοι είναι όμως αυτοί που κάθονται εδώ για να πιούν τον καφέ τους. Οι περισσότεροι τον παίρνουν στο χέρι.
Ενώ συνέχιζα να ετοιμάζω τις παραγγελίες για τα delivery ήρθε ένας ακόμα πελάτης. «Μπορώ να έχω μια ζεστή, γλυκιά σοκολάτα;» Η φωνή αυτού του πελάτη όμως ήταν γνώριμη.
«Τι κάνεις εσύ εδώ; Νόμιζα ότι είχες να ετοιμάσεις βαλίτσες».
«Η Άννα, η υπηρέτρια μας, ανέλαβε να ετοιμάσει αυτή τη βαλίτσα μου ώστε να προλάβω να αποχαιρετήσω μερικούς φίλους μου».
«Φίλη είμαι εγώ;»
«Μόνο φίλη δεν είσαι εσύ». Ξέρει τον τρόπο για να με ανεβάζει ψυχολογικά. «Λοιπόν μπορείς να κάνεις ένα διάλειμμα των δεκαπέντε λεπτών;»
«Δυστυχώς δεν μπορώ. Κάποιος πρέπει να είναι εδώ να εξυπηρετεί τους πελάτες». Ήμουν τόσο κατσουφιασμένη που δεν μπορούσα να πάω.
«Θα μείνω εγώ εδώ». Είπε ο πατέρας μου όταν εμφανίστηκε από πίσω μου.
Την ημέρα που τα ξανά βρήκα με τον Αλέξανδρο, είπα όλη την αλήθεια και στους γονείς μου. Δηλαδή όχι ακριβώς όλη την αλήθεια αλλά ένα μέρος της. Ότι έχω σχέση μαζί του. Τους εξήγησα ότι είναι μια χαρά παιδί και δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Η μητέρα μου δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί του, ίσα ίσα που τον συμπαθούσε από πριν. Ο πατέρας μου ήταν λίγο δύσπιστος στην αρχή αλλά τελικά δεν είχε κάποιο πρόβλημα με τη σχέση μας. Χαίρομαι για αυτό. Δεν μου άρεσε να τον κρύβω. Τώρα μπορώ να τον φιλώ χωρίς τον φόβο ότι θα μας δούνε.
«Σίγουρα μπαμπά; Νόμιζα ότι είχες να πας στην ταβέρνα».
«Θα πάω στην ταβέρνα σε δεκαπέντε λεπτά. Πήγαινε τώρα εσύ να κάνεις το διάλειμμα σου». Δεν μπορούσα να κρύψω τη χαρά μου. Έδωσα ένα φιλί στον πατέρα μου και έφυγα από το μπαρ.
Ενώ ήμασταν έτοιμοι να βγούμε από τη καφετέρια ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου. «Άλεξ».
Γυρίσαμε αμέσως να δούμε τι μας θέλει. Συγκεκριμένα τι θέλει τον Αλέξανδρο. Τι μπορεί να θέλει να του πει; «Να προσέχεις την κόρη μου».
«Μείνετε ήσυχος». Του είπε και αμέσως φύγαμε. Έχω εξηγήσει στον πατέρα μου ότι με τον Αλέξανδρο είμαι ασφαλής αλλά ήθελε να το διαπιστώσει μόνος του. Αν ήξερε πως με προστάτεψε εκείνο το βράδυ από τον Χάρη, δεν θα είχε καμία αμφιβολία.
«Παρατήρησα κάτι σε σχέση με εσένα». Του είπα ενώ περπατούσαμε στη πλατεία. Είχε περάσει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου ώστε να με έχει κοντά του
«Μπορώ να μάθω τι είναι αυτό;» Ο τρόπος που με κοιτάει είναι ξεχωριστός. Όταν με κοιτάει έτσι, τόσο έντονα με αυτά τα μεγάλα πράσινα μάτια του, νιώθω περίεργα. Είναι σαν να με αιχμαλωτίζουν. Σαν να μην μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά μόνο πόσο ωραία μάτια έχει. Αυτό το πράσινο έχει γίνει το αγαπημένο μου χρώμα.
«Νόμιζα ότι Άλεξ σε φώναζαν μόνο οι φίλοι σου».
«Καλά νόμιζες».
«Ναι όμως πλέον σε φωνάζουν σχεδόν όλοι Άλεξ. Μέχρι και ο πατέρας μου. Και οι καθηγητές σε φωνάζουν Άλεξ».
«Στο νησί γίνεται αυτό. Στην Αθήνα μόνο οι στενοί μου φίλοι με φώναζαν Άλεξ. Όλοι οι άλλοι Αλέξανδρο. Όμως εδώ στο νησί επειδή ο τόπος είναι μικρός ακούνε που με φωνάζουν όλοι Άλεξ και με φωνάζουν και αυτοί. Τώρα που το σκέφτομαι μόνο εσύ με φωνάζεις Αλέξανδρο». Έχει δίκιο. Μόνο εγώ τον λέω Αλέξανδρο, για αυτό το λόγο μου κίνησε την περιέργεια.
«Μήπως προτιμάς να σε αποκαλώ Άλεξ;» Μακάρι να πει όχι. Δεν μου βγαίνει καθόλου να τον φωνάζω Άλεξ. Μου φαίνεται τόσο περίεργο, τόσο αλλόκοτο.
«Θα προτιμούσα το Αλέξανδρος. Δηλαδή προτιμώ το Άλεξ αλλά όχι από σένα. Από εσένα θέλω να ακούω το όνομα Αλέξανδρος. Θα μου φαινόταν περίεργο να με έλεγες Άλεξ».
«Πάλι καλά. Δεν θα μπορούσα να σε φωνάζω Άλεξ. Δεν μου βγαίνει. Δεν μου αρέσει κιόλας».
«Α σε ευχαριστώ. Χαίρομαι που δεν σου αρέσει το όνομα μου». Μάλλον δεν ακούστηκε καλά αυτό που είπα. Τώρα το κατάλαβα.
«Όχι δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ ότι μου αρέσει πιο πολύ το Αλέξανδρος. Απλά δεν μου αρέσουν τα μικρά ονόματα, για αυτό δεν μου πολύ αρέσει το Άλεξ».
«Καλά, απλά φώναζε με όπως θέλεις».
«Τις βαλίτσες σου πάντως πως δεν πρόλαβες να τις ετοιμάσεις; Νόμιζα ότι είχε ξυπνήσεις από τις εννιά για αυτό το λόγο. Και τώρα είναι δύο το μεσημέρι και πάλι δεν πρόλαβες;»
«Ναι αλλά έφυγα τελικά από το σπίτι στις δέκα για αυτό. Είχα ραντεβού με την Υρω». Το όνομα Υρω πλέον μου προκαλεί αυτομάτως μια ζήλια. Μπορεί να ξέρω ότι είναι μόνο φίλοι αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω την εποχή που κάτι έτρεχε μεταξύ τους.
«Α με την Υρω ακούω». Η ζήλια ήταν προφανής στη φωνή μου όσο και να μην το ήθελα. Τότε κατέβασε το χέρι του από τον ώμο μου και μου έπιασε το χέρι σταματώντας με μπροστά του.
«Ζηλεύεις την Υρω;» Τότε απλά τράβηξα το χέρι μου και προχώρησα λίγο πιο μπροστά από αυτόν.
«Εγώ να ζηλεύω; Καθόλου». Δεν μου πηγαίνουν τα ψέματα τελικά. Τα καταλαβαίνει ο άλλος από χιλιόμετρα μακριά.
«Εντάξει αφού το λες».
Ήθελα τόσο πολύ να τον ρωτήσω που δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό από το να το κάνει. Αμέσως σταμάτησα απότομα και γύρισα προς το μέρος του. Ήμουν ακριβώς μπροστά του. «Τι ένιωσες όταν την φίλησες εκείνη την ημέρα στο σχολείο;»
«Αυτό σε καίει λοιπόν;» Είπε και με πλησίασε.
«Ναι αυτό. Θα μου πεις λοιπόν;»
«Θα σου πω», μου είπε και με προσπέρασε και τώρα περπατούσε αυτός λίγα βήματα πιο μπροστά από μένα. «Δεν ξέρω πως ακριβώς να σου το περιγράψω. Υπήρχε πάθος στο φιλί. Όπως όλα μας τα φιλιά ήταν και αυτό παθιασμένο».
Τι; Οκέι θα τον σκοτώσω, το αποφάσισα. Μου λέει δηλαδή ότι υπήρχε πάθος. Πολύ ωραία.
«Αλλά αυτό ήταν μόνο». Συμπλήρωσε και γύρισε να με κοιτάξει. «Κανένα άλλο συναίσθημα. Ήταν απλά ένα παθιασμένο φιλί». Δεν ξέρω πως να το εκλάβω αυτό. Δηλαδή είναι καλό αυτό που μου λέει τώρα;
«Θα ήταν ακόμα καλύτερα τα πράγματα αν δεν υπήρχε πάθος».
«Κοίτα όμως πέρα από πάθος δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δεν ένιωσα ούτε ένα συναίσθημα από αυτά που νιώθω όταν φιλάω εσένα».
«Και τι νιώθεις όταν φιλάς εμένα;»
Μόλις τον ρώτησα με πλησίασε και με έπιασε από τη μέση. «Όταν φιλάω εσένα, νιώθω πεταλούδες στο στομάχι». Δεν ξέρω γιατί, αλλά το βρήκα τόσο αστείο. Αμέσως γέλασα. Φάνηκε η ενόχληση του, μάλλον περίμενε καλύτερη απάντηση.
«Την γούσταρες ποτέ την Υρω;» Σταμάτησε να με πιάνει και συνέχισε να περπατάει. Φαίνεται σαν να μην του αρέσει να μιλάμε για αυτήν.
«Έχουμε άλλα πέντε λεπτά μαζί και εσύ θες να μιλήσουμε για την Υρω;»
«Απλά απάντησε σε αυτή τη τελευταία μου ερώτηση και μετά τέλος με την Υρω».
«Καλά λοιπόν. Την γούσταρα. Μόλις την έβλεπα, άναβα ολόκληρος. Κάναμε μια φορά φάση αλλά μετά της ξεκαθάρισα ότι θέλω να μείνω φίλος μαζί της. Δηλαδή μπορεί να με άναβε αλλά προτιμούσα να την έχω για φίλη πάρα για μια ακόμα κατάκτηση. Τελικά ξανά κάναμε φάση στο πάρτυ μου ώστε να σε εκδικηθώ που προσπάθησες να με κάνεις να ζηλέψω με τον Χάρη. Το μετάνιωσα όμως εκείνη τη φορά επειδή έτσι την χρησιμοποίησα και δεν της άξιζε. Συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι αλλά τελικά ξανά φασωθηκαμε αλλά το μετάνιωσα αμέσως. Έκανα ότι έκανα χωρίς να το σκεφτώ και έτσι την μπέρδευα και αυτή. Εν τέλη μείναμε μόνο φίλοι, πλέον είμαστε σαν κολλητοί όμως. Ευχαριστημένη τώρα;»
Τώρα που τα έμαθα όλα αυτά, λυπάμαι για την Υρω. Έχει δίκιο δεν της άξιζε όλο αυτό. Είναι απαίσιο να χρησιμοποιεί κάποιος μια κοπέλα οπότε θέλει και μετά να της λέει ότι θέλει να μείνουνε φίλοι. Αν ήμουν στην θέση της δεν θα τον ήθελα ούτε για φίλο.
«Γαμωτο της φέρθηκες τόσο σκατα ενώ αυτή τόσο καλά».
«Το ξέρω και το μετανιώνω συνέχεια». Το βλέπω ότι το μετανιώνει. Το βλέπω στα μάτια του. Τα βλέπω όλα στα μάτια του.
Χωρίς να το καταλάβω αμέσως τον αγκάλιασα. Ένιωσα σαν να το είχε ανάγκη. Ήταν σαν να είχε ανάγκη την αγκαλιά μου αυτή τη στιγμή. Τον αγκάλιασα πολύ σφιχτά. Δεν ήθελα να τον αφήσω αλλά δυστυχώς ακούστηκε μια κόρνα αυτοκινήτου. Ήταν οι γονείς του.
«Πρέπει να φύγω». Μου είπε αφού σταματήσαμε να αγκαλιαζόμαστε.
«Το ξέρω». Ένιωθα περίεργα. Ήταν σαν θα έκανα πολύ καιρό να τον δω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη στιγμή που θα τον αποχαιρετήσω και μετά δεν θα τον ξανά δω. Μακάρι να μην έρθει ποτέ αυτή τη στιγμή.
Μου έδωσε ένα τελευταίο φιλί προτού φύγει. Ένα από τα φιλιά οικειότητας μας.
«Θα είμαι σύντομα κοντά σου». Μου είπε και με χάιδεψε το μάγουλο.
Έγνεψα καταφατικά.
Κατευθύνθηκε προς το αμάξι και μπήκε μέσα. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. Ήλπιζα ότι θα γυρνούσε να με κοιτάξει μια ακόμα φορά. Δεν το έκανε όμως. Ούτε το παράθυρο του αυτοκινήτου δεν άνοιξε για να με κοιτάξει. Απλά έφυγε χωρίς ούτε ένα βλέμμα. Αυτή τη φορά όμως ξέρω ότι σε λίγες μέρες θα τον ξανά δω. Τι θα γίνει όμως αν φτάσει μια στιγμή που θα φύγει έτσι χωρίς ούτε ένα βλέμμα και δεν θα τον ξανά δω;

POV ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Οι μέρες πέρασαν. Αύριο γυρνάω στο νησί. Αυτές οι μέρες στο Λονδίνο ήταν υπέροχες. Πήγαμε με τους γονείς μου και είδαμε όλα τα αξιοθέατα. Πήγαμε και σε διάφορα εστιατόρια και δοκιμάσαμε διάφορες γεύσεις από άλλες χώρες. Πήγαμε σχεδόν παντού. Γυρίσαμε όλο το Λονδίνο. Πήγα και μόνος μου διάφορες βόλτες. Ειδικά όταν έβρεχε. Το καλό του Λονδίνου είναι ότι βρεθεί σχεδόν συνέχεια. Αν αρχίσει να βρέχει, δύσκολα σταματάει. Χιόνισε κιόλας αλλά για πολύ λίγο. Μόλις είδα ότι χιονίζει, βγήκα έξω και πήρα βιντεοκληση την Μαριάνθη. Ενθουσιάστηκε πάρα πολύ με το χιόνι. Εκεί στο νησί λέει ότι για έναν ανεξήγητο λόγο έχει πολύ καλό καιρό και σε γενικές γραμμές είναι και ζεστός. Αυτό δεν την χαροποιεί αρκετά καθώς αν είχε κακοκαιρία θα μπορούσε να ελπίζει και σε χιόνι.
Ακόμα δεν έχω πάει να αγοράσω το δώρο της. Δεν είμαι ακόμα σίγουρος τι να της πάρω. Όλες αυτές τις ημέρες σκεφτόμουν τι να της πάρω αλλά δεν ήξερα τι. Είναι δύσκολο να βρεις το κατάλληλο δώρο. Σκεφτόμουν ίσως να της αγόραζα ένα κόσμημα αλλά το θεώρησα πολύ ουδέτερο. Θέλω να της πάρω κάτι πολύ προσωπικό. Κάτι που θα της αρέσει. Δεν ξέρω όμως τι.
Καθώς περπατούσα στα στενά του Λονδίνου, κοιτούσα τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ήλπιζα να βρω κάτι. Αλλά καμιά βιτρίνα δεν είχε κάτι που να μου τραβήξει την προσοχή. Εκτός από μια. Πουλούσε χριστουγεννιάτικα. Ήταν από τα εποχιακά μαγαζιά υποθέτω. Δεν μου τράβηξε την προσοχή όμως κάτι που πωλούταν αλλά κάτι άλλο. Πάνω στα χριστουγεννιάτικα που πουλούσε έπεφτε ψεύτικο χιόνι. Υπήρχε μηχανισμός. Αυτό ήταν το κατάλληλο δώρο για την Μαριάνθη. Το χιόνι.
Ήμουν από τους λίγους πελάτες του μαγαζιού. Γενικά δεν φαίνεται πολύ κερδοφόρα επιχείρηση. Τους ρώτησα για τον μηχανισμό στην βιτρίνα και μου είπαν ότι είναι διακοσμητικό. Όμως δεν ήθελαν να χάσουν τον μοναδικό τους πελάτη οπότε αρχίσανε να μου προτείνουν διαφορά αντικείμενα. Εγώ επέμενα όμως ότι το μόνο που θέλω είναι αυτός ο μηχανισμός. Μετά από πολλά παρακάλια και αφού τόνισα ότι πληρώνω όσο όσο για αυτόν τον μηχανισμό δέχτηκαν να μου τον πουλήσουν. Η αλήθεια είναι ότι πλήρωσα πολλά περισσότερα χρήματα από την πραγματική αξία αυτού του πράγματος αλλά άξιζε τον κόπο. Αγόρασα και κάτι άλλες βλακείες χριστουγεννιάτικες ώστε να σταματήσουν να με πρήζουν για τα προϊόντα τους.
***
Γύρισα Ελλάδα. Πριν λίγες ώρες φτάσαμε στο σπίτι. Ο πατέρας μου με την μητέρα μου έφυγαν αμέσως καθώς είχαν κάτι δουλειές. Εγώ μόλις πήγα στο σπίτι βγήκα στην αυλή για να τοποθετήσω τον μηχανισμό. Δυσκολεύτηκα λίγο με την σύνδεση του αλλά τα κατάφερα. Μόλις θα πατούσα το κουμπί, θα ξεκινούσε να χιονίζει. Έστω και στα ψεύτικα.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι πήγε η Άννα να της ανοίξει και εγώ την περίμενα στην αυλή. Μόλις την άκουσα να πλησιάζει, πάτησα το κουμπί ώστε να ξεκινήσει το χιόνι.
Έτρεξε στην αυλή γεμάτη χαρά να με δει αλλά μόλις με είδε σταμάτησε. Συγκεκριμένα σταμάτησε όταν αντίκρισε το χιόνι. Άρχισε να περιεργάζεται όλο τον χώρο χωρίς να καταλαβαίνει τι στο καλό γίνεται. Δεν ήξερε τι να πει. Φαινόταν χαρούμενη όμως.

«Τι είναι αυτό;» Ρώτησε τελικά συνεχίζοντας να κοιτάει γύρω της. «Το δώρο σου. Εσύ δεν ήσουν αυτή που ήθελε χιόνι; Κοίτα μπορεί να μην κατάφερα να σου φέρω αληθινό χιόνι αλλά και το ψεύτικο δεν είναι άσχημο».
Το χαμόγελο της είχε φτάσει μέχρι τα αυτιά. Ήταν σαν μικρό παιδάκι στα μάτια μου. Με λίγο χιόνι, της έφτιαξε η διάθεση. Συνέχισε να κοιτάει γύρω γύρω μέχρι που το βλέμμα της σταμάτησε επάνω μου. Αμέσως έτρεξε προς το μέρος μου και έπεσε στην αγκαλιά μου.
«Γαμωτο, είσαι τόσο καλός γκόμενος», μου είπε ενώ συνέχιζα να την αγκαλιάζω.
«Τόσο πολύ σου άρεσε;»
Με έσπρωξε ελαφρά πίσω και μου είπε : «Πλάκα κάνεις; Είναι το καλύτερο δώρο που μου έχουν πάρει ποτέ».
Δεν μπορούσα να κρύψω το χαμόγελο μου. Χαιρόμουν τόσο πολύ που εγώ της πήρα αυτό το δώρο. Που της έφερα τόσο μεγάλη χαρά.
Για τα επόμενα δέκα λεπτά καθόμασταν αγκαλιά κάτω από το χιόνι. Ήταν τα καλύτερα δέκα λεπτά της ζωής μου. Όταν την έχω στην αγκαλιά μου, είμαι ευτυχισμένος. Θα μπορούσα να την κρατάω έτσι για πάντα.
«Λοιπόν, εμένα τι μου πήρες;» Την ρώτησα ενώ καθόμασταν οκλαδον στο γκαζόν.
«Κάτι που δεν είναι τόσο καλό όσο το δικό σου δώρο». Είμαι σίγουρος ότι μου έχει πάρει κάτι πολύ καλό απλά δεν το ξέρει.
«Απλά δώσε το μου».
Αμέσως έβγαλε μια σακούλα από το σακίδιο της και μου την έδωσε. Κοίταξα μέσα στη σακούλα και είδα ένα άλμπουμ. Κατευθείαν το έβγαλα έξω. Δεν είχα καταλάβει όμως ότι το δώρο βρισκόταν στο εσωτερικό του άλμπουμ. Μόλις άνοιξα το άλμπουμ αντίκρισα φωτογραφίες δικές μου και της Μαριάνθης. Υπήρχαν φωτογραφίες από το πρώτο μας ραντεβού κυρίως. Υπήρχαν όμως κι άλλες από τις επόμενες βδομάδες της σχέσης μας.
Γυρνώντας τις σελίδες και βλέποντας όλες αυτές τις φωτογραφίες, στο μυαλό μου πετάχτηκαν διάφορες εικόνες. Αναμνήσεις. Άρχισα να θυμάμαι το ραντεβού μας, τις βόλτες μας, τις συζητήσεις μας, τα φιλιά μας, τις αγκαλιές μας, τις λογομαχίες μας, γενικά κάθε μου ανάμνηση μαζί της. Ένιωσα ένα κύμα ευτυχίας να με διαπερνά. Μέσα σε λίγους μήνες κατάφερα να ζήσω τις καλύτερες αναμνήσεις μου με αυτή τη κοπέλα. Κατάφερε να με κάνει να νιώσω καλά μετά από καιρό. Με έκανε να καταλάβω τι σημαίνει ευτυχία.
Μετά από δύο λεπτά, σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα. Περίμενε για μια αντίδραση μου. Περίμενε να της δείξω κάπως αν μου άρεσε ή όχι. Δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να της περνάει από το μυαλό ότι δεν μου αρέσει. Αμέσως της χαμογέλασα και φάνηκε να την καθησύχασε αυτό.
«Μαριάνθη, δεν έχω λόγια. Είναι απλά υπέροχο». Είπα κοιτώντας μια τις φωτογραφίες και μια αυτή. «Είναι φανταστικό, όλες μας οι αναμνήσεις μαζί». Χαμογελούσα όσο έλεγα αυτά τα λόγια.
«Σκέφτηκα δείχνοντας σου αυτές τις φωτογραφίες θα καταλάβαινες πόσο καλά έχουμε περάσει μαζί. Εκτός από κακές στιγμές, έχουμε ζήσει και καλές, Αλέξανδρε. Οι καλές στιγμές μας ήταν πολλές περισσότερες από τις κακές. Δεν με διαλύεις Αλέξανδρε, με κάνεις καλύτερη όπως ελπίζω να κάνω και εγώ εσένα». Τα λόγια της με συγκίνησαν. Η συγκίνηση ήταν ένα συναίσθημα που δύσκολα ένιωθα. Αλλά με την Μαριάνθη το αισθάνθηκα και αυτό.
Αμέσως έσκυψα προς το μέρος μου και με τα χέρια μου έπιασα το πρόσωπο της. Άρχισα να την χαϊδεύω. Άγγιξα τα χείλη της. Τα χείλη που τόσο αγαπάω. Τότε ακούμπησα το μέτωπο μου στο δικό της. Μείναμε έτσι για πολλά λεπτά χωρίς να μιλάει κανείς μας. Απλά απολαμβάναμε τη στιγμή.
«Μαριάνθη» ψιθύρισα, «δεν θέλω να σε χάσω».
«Δεν θα με χάσεις, σου το υπόσχομαι».  Μου είπε, καθησυχάζοντας με.
Για τα επόμενα λεπτά μείναμε στην ίδια ακριβώς στάση. Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι.

Till The Bitter End Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora