«Η ελευθερία»

280 21 5
                                    

Είχε περάσει καιρός από τότε που άρχισαν να ψάχνουν την υπόθεση της και να ετοιμάζουν την απολογία της. Μήνες για την ακρίβεια.
Πήγαινε σχεδόν καθημερινά και έβλεπε το κοριτσάκι της, της έδινε πολύ δύναμη ενώ όλοι ήταν δίπλα της.
Ακόμα και ο Δημήτρης, ήξερε πως ξεκινούσε η δίκη της. Ο Ανδρέας φοβόταν αρκετά καθώς ο δικηγόρος της άρχισε να σκαλίζει πολλά όμως κατάφεραν εγκαίρως να τα καλύψουν εγκαίρως ώστε να μην φανούν εκείνοι υπαίτιοι. Ο ένοχος ήταν νεκρός.
Η Άννα βρισκόταν στο κελί της διαβάζοντας το βιβλίο της μέχρι που την φώναξε η φύλακας, ήρθαν να την δουν.

-Άννα Ροδίτη σήκω, έχεις επισκεπτήριο.

Της έγνεψε καταφατικά αφήνοντας το στην άκρη και την ακολουθούσε.
Στην αίθουσα βρισκόταν η Αγγελική και ο δικηγόρος της.
Ήταν σοβαρή και προσηλωμένη στον στόχο της.
Μπήκε μέσα και κάθισε αμέσως στην θέση της.

Α-για πείτε..τι νεότερο έχουμε;

Κοιτάχτηκαν με την Αγγελική ενώ δεν άντεξε να μην την ρωτήσει, μπορεί να την γνώριζε λίγο καιρό αλλά σίγουρα δεν ήταν έτσι.
Ο-Άννα..είσαι καλά;
Α-ναι..πες μου τι νεότερο έχουμε;
Αγ-Άννα μου..-

Την διέκοψε και ύψωσε ελάχιστα τον τόνο της φωνής της.

Α-θέλω να πάω στην κόρη μου..πρέπει να βγω από εδώ μέσα!

Ο δικηγόρος της έγνεψε καταφατικά στα λόγια της όπως και η Αγγελική ενώ της έδωσε κάτι τελευταία χαρτιά μέσα από τον φάκελο που έπρεπε να δουν.
Μελετούσαν για ώρες. Η Άννα έδωσε κάποια τελευταία στοιχεία για να συμπληρωθούν στην κατάθεση της και αυτό ήταν.
Τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά.
Βγαίνοντας από το επισκεπτήριο και επιστρέφοντας στο κελί της ήταν για πρώτη φορά αισιόδοξη. Μπορούσε να δει την ελευθερία της.
Να μυρίσει τον καθαρό αέρα.
Να θέσει το πρόσωπο της στις αχτίδες του ηλίου.
Να ακούσει τα αυτοκίνητα. Όλα.
Τότε θυμήθηκε όταν βρισκόταν πριν από χρόνια στην φυλακή και την έσωσε εκείνος χωρίς να το ξέρει. Όταν από εισαγγελέας έγινε δικηγόρος και δεν της το είχε πει για να την βγάλει από εκεί μέσα. Νόμιζε πως είχε ακόμα την θέση του, το αξίωμα του και πως θα επέστρεφε εκεί. Εκείνα τα επισκεπτήρια ήταν το φως ανάμεσα σε όλο το σκοτάδι της. Κρατούσε ξανά στα χέρια της το βιβλίο της. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της αλλά ο λογισμός της έτρεχε.
Αύριο ήταν η δίκη της και ήταν δική της. Της ανήκε.
Θυμήθηκε τότε την κοπέλα που την βοήθησε ώστε να μπορεί να κρατήσει μαζί της το αγοράκι της.
Δεν πέρασαν τόσα πολλά χρόνια από την στιγμή εκείνη αλλά άλλαξαν τόσα πολλά.
Ερχόταν ο Δημήτρης και της έδινε δύναμη, εδώ και τόσους μήνες είχε την Αγγελική.
Κάθισε για πολύ λίγο τότε σε αντίθεση με τώρα ενώ πια κοιτάζοντας πίσω μπορούσε πια να δει ολοκάθαρα πως ο χαμός του γιου της και ο ερχομός της κόρης της ήταν τα δυο πράγματα που την καθόρισαν σαν άνθρωπο και έγραψαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω της. Στην εμφάνιση της, στην ψυχολογία της, στην Άννα. Στήριγμα κανένας. Ουσιαστικό στήριγμα δεν υπήρχε.
Δεν μπορούσε να βρει την ασφάλεια που ένιωθε μαζί του πουθενά αλλού, σε καμία άλλη αγκαλιά.
Έψαχνε τα μάτια του αλλά εκείνα πια δεν την αναζητούσαν.
Προσπαθούσε να αισθανθεί την μυρωδιά του αλλά τίποτα δεν της την θύμιζε.
Ναι. Ναι. Η μέρα της αποφυλάκισης της τότε.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει αλλά το ήθελε τόσο πολύ. Τελείωσε ο εφιάλτης, τελείωσε.
Αυτό σκεφτόταν αλλά παρατάθηκε.
Δεν είχε τελειώσει.
-Σε 10 λεπτά θα σβήσουν τα φώτα. Παρακαλούνται οι κρατούμενες να βρίσκονται στα κρεβάτια τους.

« Υπάρχει λόγος ; »Where stories live. Discover now