Φόβος

33 7 7
                                    

Οι δρόμοι της πόλης ήταν γεμάτοι με κόσμο η Alma προχωρούσε στους δρόμους με την προσωπική της φρουρά να την περιτριγυρίζει, όχι ότι την χρειαζόταν αλλά η Ermina επέμενε για επιπλέον σιγουριά. Μπορούσες να ακούσεις τους ψίθυρους δεξιά και αριστερά.

"Ε! Εσύ, θεωρείς ότι είμαστε πολύ κατώτεροι σου ακόμα και για να μας κοιτάξεις;", φώναξε ένας από αυτούς και πλησίασε προς το μέρος της. Ο στρατιώτης τον σταμάτησε. "Αφήνεις άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές σου, ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις μόνη σου", έφτυσε προς το μέρος της, "Δεν αξίζεις να λέγεσαι αρχηγός μας, εμείς πεινάμε κι εσύ ζεις σε παλάτι και δεν ένιωσες ούτε μια στιγμή τι πάει να πει. Δεν αξίζεις, δεν γνωρίζεις πως περνάμε! Κάποιοι από εμάς για δεύτερη φορά, εσύ και το αφεντικό σου ο Cyril είστε τελειωμένοι! Να φιλάτε τα νώτα σας, γιατί σας περιμένουμε", συνέχιζε να μιλάει όσο τον ακινητοποιούσαν οι στρατιώτες και τον συνοδεύαν στην φυλακή.

"Έχει δίκιο", ακούστηκε και άλλος, "Αφήστε τον!", κάποιος άλλος μίλησε. Το πλήθος άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος τους επιθετικά. "Τώρα συλλαμβάνεται άτομα μόνο γιατί μιλάνε; Λέει την αλήθεια, δεν αξίζετε, παραιτηθείτε!", θυμωμένες κραυγές ακούγονταν σε όλη την πλατεία.

Η Alma δεν μπορούσε να τους αντικρίσει, τους είχε απογοητεύσει το ήξερε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Όσα έγιναν ήταν απαραίτητα. Ο απλός λαός όμως δεν μπορούσε να το δει. Δεν γνώριζε πως ήταν να έχεις τέτοιες ευθύνες, δεν μπορούσε να τους κρίνει για την ανιδεότητα τους, αλλά δεν γινόταν να τους αφήσει με λυτά τα λουριά να συνωμοτούν εναντίον της.

Έκανε νόημα στους στρατιώτες της να συνεχίσουν την πορεία τους, όταν μια πέτρα έπεσε στο πρόσωπο της, ανοίγοντας πληγή. Το αίμα έτρεξε αμέσως, το κόψιμο ήταν βαθύ. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο άτομο που το έριξε. Νεαρός κοντά στην ηλικία της, την κοιτούσε με τόσο μίσος και δάκρυα στα μάτια. Τον πλησίασε έχοντας το ένα της χέρι στο μάγουλο της και το άλλο στην λαβή της λεπίδας της. Οι φρουροί της προσπάθησαν να την σταματήσουν αλλά αυτή τον πλησίασε έτσι και αλλιώς.

"Έχεις κάτι να πεις;", τον ρώτησε και εκείνος σώπασε για λίγο.

"Δεν σε ενδιαφέρει για τους ανθρώπους σου. Έχουν δίκιο, έχουμε δίκιο. Όλη μου η οικογένεια πέθανε εξαιτίας σου, μείναμε χωρίς τροφή, οι γονείς μου έδωσαν ότι είχαν για εμένα. Είμαι άστεγος εξαιτίας σου, ορφανός εξαιτίας σου!", έκλαιγε με λυγμούς. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα μια πέτρα, μία πολύ μεγαλύτερη, η νεαρή διοικητής ήξερε πολύ καλά που πάει αυτό αλλά το άφησε να συμβεί.

Opposite SidesWhere stories live. Discover now