Οι Δοκιμασίες

33 10 19
                                    

Ώρες αργότερα στο δωμάτιο της Rene επικρατούσε χάος, πεταμένα πράγματα, βιβλία παντού, σπασμένα γυαλιά. Οι δυο φίλοι της να προσπαθούν να την ηρεμήσουν με κανένα αποτέλεσμα.

"Πως μπόρεσε; Παίζει έτσι με το μέλλον μου! Νόμιζα ότι με αγαπούσε, είμαι η μικρή της αδερφή, τι πάει λάθος μέσα στο κεφάλι της", φώναζε και τράβαγε τα μαλλιά της.

"Ηρέμησε σε παρακαλώ, αφού τελικά πέρασες δεν χρειάζεται όλο αυτό τώρα", προσπάθησε ο φίλος της να την καθησυχάσει αλλά του έδωσε ένα άγριο βλέμμα και εκείνος ξεροκατάπιε.

"Μην μου λες να ηρεμήσω. Πήγε να τα καταστρέψει όλα, αν δεν ήταν οι υπόλοιποι στρατηγοί να βγάλουν την απόφαση της συναισθηματική κίνηση τώρα θα ήμουν καλή για τα σκουπίδια", ξέσπασε και κλώτσησε για άλλη μια φορά το γραφείο της θέλοντας να το σπάσει σε κομμάτια.

"Ξέρεις καλά γιατί το έκανε"

"Δεν με ενδιαφέρει, δεν με υπολογίζει, δεν με ρώτησε, δεν το συζήτησε μαζί μου, απλά πήρε μια απόφαση για εμένα που εκείνη θεώρησε 'καλύτερο' και το έκανε, έτσι απλά, σαν να μην την ένοιαζε τι εγώ ήθελα", η φωνή της πλέον ακουγότανε περισσότερο θλιμμένη παρά θυμωμένη. Σύντομα ξέσπασε σε κλάματα και οι δυο φίλοι της έτρεξαν να την παρηγορήσουν σε μια μεγάλη αγκαλιά.

Από την άλλη στο μεγάλο γραφείο της η Alma απασχολούσε τον εαυτό της με τα χαρτιά που έπρεπε να συμπληρώσει για τους νεοσύλλεκτους, είχε επιλέξει να το κάνει η ίδια από το να αφήσει κάποιον άλλον να τα επεξεργαστεί. Το χτύπημα στην πόρτα την ανάγκασε να επανέλθει στην πραγματικότητα. "περάστε", απάντησε και η πόρτα άνοιξε. Η φίλη της Ermina μπήκε στο γραφείο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Βλέποντας την η μελαχρινή αναστατώθηκε. "Έγινε κάτι; Παραβίασαν πάλι την φρουρά;", ρώτησε έντρομη αλλά η ψηλή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Μια ανακούφιση αλλά ταυτόχρονα στεναχώρια την κατέκλεισε. Είχε να συναντήσει το πρόσωπο της παλιάς φίλης της μήνες, δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτή η επιθυμία ερχόταν από μίσος ή από παλιά αισθήματα, καθώς ήθελε να της λιώσει το κρανίο και ταυτόχρονα να μην πειράξει ούτε τρίχα από τα μαλλιά της.

"Γιατί είσαι εδώ;", ρώτησε αδιάφορα αφού δεν πήρε την απάντηση που ήθελε και γύρισε πίσω στα χαρτιά της.

Η φίλη της πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεστομίσει την επόμενη ερώτηση της. "Είσαι καλά;", σε αυτό το άκουσμα πάγωσε, την κοίταξε στα μάτια χωρίς να μιλάει. Είχε ένα απροσδιόριστο βλέμμα, ξαφνιασμένο, θυμωμένο και ταυτόχρονα κουρασμένο. Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

Opposite SidesTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon